Ένα σπουργίτι έφαγε έναν αητό. Τον καταβρόχθισε ζωντανό κι ολόκληρο. Κι αυτός έγινε μια μπαλίτσα, το σώμα του ρημάζει. Μόνο το πνεύμα του έχει μείνει κουλουριασμένο κι ετοιμοθάνατο μέσα στα σωθικά του σπουργιτιού. Τραγουδάει σκυλάδικα και κλαίει… Αητάδικα τα λέει… Και περιμένει το μοιραίο…
Ακούω συνέχεια την περίφημη φράση «Δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο». Όχι βέβαια, δεν είναι…
Όμως βολευόμαστε με το άσπρο-μαύρο. Βολευόμαστε στη σκέψη, πως τα πράγματα, αλλά κυρίως εμείς οι άνθρωποι είμαστε πάνω-κάτω το ίδιο. Πως κουβαλάμε περίπου τις ίδιες ιδιότητες, απλά σε μεγαλύτερες ή μικρότερες δόσεις. Πως κινούμαστε κάπου ανάμεσα σ’ αυτές τις ενδιάμεσες γκρίζες αποχρώσεις.
Λες κι ο κόσμος είναι μαυρόασπρη τηλεόραση και πιάνει ΥΕΝΕΔ με παράσιτα. Λες και δεν υπάρχουν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου κι ακόμα πάρα πέρα απ’ αυτά που βλέπουμε…
Αλλά, τι λέω; Αφού δεν τα βλέπουμε δεν υπάρχουν! Έτσι δεν το λένε εξάλλου; Το φάσμα του ουράνιου τόξου…
Όχι, δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο… υπάρχει και το γκρι… Όλοι ευχαριστημένοι… τα ξέρουμε όλοι όλα…
Απομένει μοναχά μια μέρα, που όλο και ξεκινά απ' την αρχή: μας την χαρίζουν την αυγή και μας την παίρνουν ξανά το σούρουπο.
Jean-Paul Sartre
Αυτά τα Χριστούγεννα μου θύμισαν, πως, όχι, δεν υπάρχουν θεοί. Υπάρχουν όμως άνθρωποι. Και μια ζωή, που αξίζει να τη ζούμε με όλο μας το είναι. Σήμερα… Όποια κι αν είναι…
Δεν μπορώ να περιμένω τίποτα. Δεν αξίζει να περιμένω για τίποτα…
Σήμερα θα πάω για τα δώρα. Μ’ αρέσει πάρα πολύ να κάνω δώρα. Πιο πολύ απ’ το να παίρνω.
Πολλοί άνθρωποι αγοράζουν κάποιο δώρο, έτσι απλά, επειδή πρέπει. Δεν κάθονται να πολυσκεφτούν τα γούστα, τις επιθυμίες, τις ανάγκες του άλλου. Γι’ αυτό το λόγο συχνά κατευθύνονται προς ουδέτερα αντικείμενα, που υπολογίζουν ότι πιθανώς να χρησιμοποιήσεις κάποια στιγμή. Ξέρετε, αναπτήρες, ταμπακιέρες, μπρελόκ, αρώματα...
Για μένα, η επιλογή των δώρων είναι μια σπαζοκεφαλιά. Προσπαθώ να βρω πολύ ταιριαστό δώρο για τον καθένα κι αυτό πολλές φορές καταντάει άκρως κουραστικό. Ειδικά, όταν κάθε χρόνο έχεις να πάρεις πράγματα για τους ίδιους ανθρώπους. Κι αυτοί οι άνθρωποι στην περίπτωσή μου είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Είμαστε μεγάλη οικογένεια. Είναι κι οι φίλοι και τα βαφτιστήρια. Χώρια, που συχνά έχω να ψωνίζω διπλά δώρα για τον καθένα, γιατί η μητέρα μου δεν μπορεί να το κάνει μόνη της και φροντίζω και για τα δικά της. Μια μικρή περιπέτεια…
Το κακό μ’ αυτήν μου τη μούρλα είναι, πως ενώ κάθε χρόνο λέμε «Όχι ακριβά δώρα, συμβολικά» και βγαίνω στην αγορά μ’ αυτήν την προοπτική στο μυαλό μου, σπάνια καταφέρνω να βρω «συμβολικά» δώρα, που να με ικανοποιούν. Τι να πάρεις δηλαδή; Μπάλες, κούπες και καραμέλες για τα παιδιά; Ε, όχι! Και το πιο απλό, ένα βιβλίο ας πούμε ή ένα παιχνίδι για το PC κοστίζουν αρκετά. Έτσι καταλήγω μετά τα Χριστούγεννα να έχω φουσκώσει τις κάρτες μου με αρκετές εκατοντάδες Ευρώ. Είπαμε… είναι και πολλοί…
Όμως αυτή η στιγμή, μετά το τραπέζι των Χριστουγέννων, που σηκώνουμε τα δώρα ένα-ένα από κάτω απ’ το δέντρο και τα μοιράζουμε ονομαστικά, είναι απ’ τις πιο αγαπημένες μου. Σχεδόν καρδιοκτυπώ, περιμένοντας να ανοίξει ο καθένας το δικό του και να διακρίνω απ’ την αντίδρασή του, αν πέτυχα στην επιλογή μου ή όχι. Ειδικά, άμα βλέπω εκείνην την εντελώς απροσποίητη χαρά στα μάτια των παιδιών… Τρελλαίνομαι!
Είναι κι η μάνα μου έτσι. Από ‘κεί πρέπει να τσίμπησα κι εγώ το μικρόβιο αυτό. Οι άλλοι με κοροϊδεύουν λιγάκι. Μου υπενθυμίζουν διαρκώς, πως μεγαλώσαμε και πως τα δώρα δεν έχουν πια για ‘μάς τόση σημασία. Το ξέρω βέβαια, και πως μεγαλώσαμε και πως ο καθένας μπορεί να αγοράσει από μόνος ό,τι θέλει και χρειάζεται. Όμως το νόημα του δώρου, δεν είναι αυτό.
Είναι, που αφιερώνεις τον «πολύτιμο» χρόνο σου, να σκεφτείς τι θα άρεσε σε κάποιον άλλον άνθρωπο. Που βγαίνεις για λίγο απ’ το Εγώ σου και προσπαθείς να μπεις στον κόσμο του άλλου, στο πετσί του, στο μυαλό του, στην καρδιά του… Να δεις τα πράγματα με τα μάτια του και να διαλέξεις το πιο όμορφο πραγματάκι που θα έβλεπε και θα ήθελε αυτός, ο άλλος… Και να του το χαρίσεις… Κάπως έτσι εξάλλου δεν ορίζεται κι η ίδια η αγάπη;
Καλά Χριστούγεννα σε όλους μας, λοιπόν, γεμάτα χαρά, αγάπη κι αγαπημένους γύρω μας! nnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnnn
Γύρω μου χτίζουν παντού, δεν έχουμε ποτέ πού να βάλουμε το αυτοκίνητο και σήμερα βαράγανε πρωί-πρωί πόρτες και κουδούνια, γιατί δεν χώραγε να περάσει ένα κολοφορτηγό. Έτσι ξεκίνησε η μέρα μου μετά από 1,5 ώρα ύπνου. Και όλο το πρωί τρέχω. Και θα συνεχίσω να τρέχω μέχρι το βράδυ…
Ξαφνικά, μου σκάσανε χριστουγεννιάτικα οι χίλιες δουλειές. Και τι δουλειές!
Μέχρι το τέλος του χρόνου πρέπει να περάσω απ’ όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, που μπορείτε να φανταστείτε. Να υπογράψω γύρω στις 150 φορές διάφορα συμβόλαια, να κλείσω ταμεία και σκατά, να τρέχω και στις τράπεζες…
Και δεν είμαι του τρεξίματος…
Πρέπει επίσης να ψωνίσω δώρα, να φτιάξω το σπίτι, οργανώνω και πρωτοχρονιάτικο πάρτι… Να έχω μαλλιά και νύχια στην τρίχα, μια και όλες αυτές τις μέρες θα τρέχουμε από ‘δώ κι από ΄κεί, σε διάφορα σπίτια, bar και τα τοιαύτα…
Θα δούμε λέτε καμία άσπρη... νύχτα τουλάχιστον; Ή μόνο λευκές;
Άσε, που δεν έχω και τι να φοράω, γιατί έχω παχύνει και δεν μου πάει τίποτα... Να μην πάρω και κανά φουστανάκι για την Πρωτοχρονιά; Τρέχα βρες… Και δυο χέρια να σου βαστάνε τα βυζιά… (γιατί τα σουτιέν δεν… πια… ειδικά στο τρέξιμο...)
Πίνε μπύρες, μαλάκω, πίνε... Να σου κατέβει γάλα...
Και δεν έχω και τα κέφια μου έτσι κι αλλιώς… Όλα πάνε σαν τα καβούρια... Αργά, λοξά, ανάποδα... Αλλά εντάξει, θα μού ‘ρθουνε τα κέφια, το ξέρω. Μαζί με τη φιλενάδα μου, που θα σκάσει από Βιέννη. Τα μαύρα της τα χάλια έχει κι αυτή, δηλαδή, αλλά ο συνδυασμός βγάζει συνήθως γέλιο. Μιλάμε για πολύ γέλιο…
Αλήθεια, ενδιαφέρεται κανείς για New Year’s Eve Party;; Εκεί θα περάσουμε σίγουρα καλά! Δόξα σοι ο Θεός, από πάρτι ξέρουμε...
Ίσως το θέμα που με έχει απασχολήσει περισσότερο στη ζωή μου, είναι η ελευθερία. Επειδή όμως η έννοια της ελευθερίας είναι ασαφής και από πολλούς θεωρείται ουτοπική, ας την πούμε αυτοδιάθεση, που έχει πιο συγκεκριμένο νόημα. Η αυτοδιάθεση λοιπόν -κατά τη γνώμη μου- δεν αποτελεί ιδανικό, αλλά το βασικότερο και ουσιαστικότερο δικαίωμα του ανθρώπου στη ζωή.
Πιστεύω, πως κανείς δεν έχει δικαίωμα να σου λέει τι να κάνεις από τότε που είσαι ακόμα παιδί, παρά μόνο στα πλαίσια που δεν είσαι σε θέση ακόμα να αντιληφθείς, τι μπορεί να σε βλάψει θανάσιμα. Κι αυτό υπό μορφήν διδαχής και όχι περιορισμού. Ναι, θα δείξεις στο παιδί, πως είναι επικίνδυνο να βάζει τα δάχτυλα στην πρίζα, αλλά δεν θα του απαγορεύσεις να πλησιάζει τις πρίζες. Ή τη φωτιά ή τους γκρεμούς ή ή… Μόνο θα το ενημερώσεις.
Πόσο μάλλον να απαγορεύεις στο παιδί πράγματα, που σαφώς του αρέσουν και τα έχει συνειδητά επιλέξει, επειδή εσύ τα θεωρείς βλαβερά ή «κακά» με οποιαδήποτε έννοια. Ας φάει ό,τι θέλει, όποτε θέλει, ας παίξει στο κομπιούτερ με τις ώρες, ας ξυπνάει στις 2 το μεσημέρι. Αν δεν του πεις «όχι», θα διαπιστώσεις σύντομα, πως για διάφορους λόγους -με πρώτο και κύριο να συμβαδίζει με τους άλλους- θα βάλει μόνο του όρια στον εαυτό του. Μια δοκιμή θα σας πείσει…
Ξέρω, ακούω από τώρα τις αντιδράσεις. Το παιδί χρειάζεται πειθαρχία, το παιδί δεν ξέρει. Το παιδί ξέρει μια χαρά. Απλά θέλουμε να του επιβάλουμε τα δικά μας πιστεύω, όπως θέλουμε να τα επιβάλουμε άλλωστε παντού, αλλά δεν μας παίρνει κι έτσι το κάνουμε ασυστόλως πάνω στο ανίκανο να μας αντισταθεί παιδί.
Τα ζώα αφήνουν τα μωρά τους ελεύθερα μόλις απογαλακτιστούν και δεν παθαίνουν τίποτα χειρότερο απ’ ό,τι παθαίνουν οι γονείς τους. Κι αν πάθουν, έπαθαν στο κάτω-κάτω. Πόσο μπορείς να προστατεύεις ένα άλλο ον και για πόσον καιρό; Και πώς θα μάθει να αυτοπροστατεύεται; Γιατί του κλέβεις το δικαίωμα στο πάθημα και στο μάθημα;
Ανθρώπινες βλακείες και εγωισμοί. Θεωρούμε πάντα πως εμείς ξέρουμε καλύτερα και επιπλέον για προσωπικό μας όφελος, για να μην πληγωθούμε εμείς και εν ονόματι της αγάπης, καταπιέζουμε τους άλλους. Τα παιδιά δεν είναι ηλίθια και αν τα αφήσεις ελεύθερα, σύντομα θα βρουν τι είναι καλό και τι κακό για τα ίδια.
Έτσι κι αλλιώς μήπως οι ενήλικες τα καταφέρνουν καλύτερα; Μαθημένοι σε «πρέπει» και αιωνίως ανεύθυνοι λόγω αυτής της «πειθαρχικής» και υπερπροστατευτικής διαπαιδαγώγησης, αντιδρούν στην καταπίεση μόλις βρουν την ευκαιρία, με χιλιάδες βλαπτικούς τρόπους. Μήπως κι αυτοί δεν ξέρουν;
Ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος χωρίς τη λεγόμενη «πειθαρχία», που στη βάση της είναι καταδυνάστευση. Μόνο τότε θα ξεδιπλωνόταν η αυτοπειθαρχία, στην οποία έχουμε όλοι δικαίωμα. Όπως έχουμε δικαίωμα σε οποιαδήποτε έννοια αρχίζει με τη λέξη αυτο-. Ακόμα και στην αυτοκαταστροφή…
Όταν παίζεις τυχερά παιχνίδια, πρέπει να έχεις κεφάλαιο. Κάσα βαρβάτη. Και ψυχή βαρβάτη. Guts. Αν θες να λέγεσαι παίκτης…
Αν πας να παίξεις ψωροδίφραγκα, δεν θα προλάβεις να κάτσεις καθόλου στο τραπέζι. Σε λίγα λεπτά θα πρέπει να σηκωθείς, να φύγεις.
Όταν προκαλείς την τύχη και τους αντιπάλους Πρέπει να ποντάρεις πολλά, να ρισκάρεις πολλά. Μόνο έτσι μπορεί να κερδίσεις πολλά… Ή να χάσεις πολλά…
Αλλά έτσι είναι τα παιχνίδια. Αλλιώς ποιο το νόημα; Να χάσεις κι αυτά τα λίγα που έχεις κι ούτε καν να το ευχαριστηθείς;
Πήγαινε καλύτερα σε κανένα πάρτι να τα πιεις… Να ξεχάσεις τη μίζερη ζωούλα σου, να κρατήσεις και τα διφραγκάκια σου Να ‘χεις να παίζεις κορώνα-γράμματα, όταν βαριέσαι…
Υ.Γ. Και μια λεπτομέρεια: Στο καζίνο πρέπει να πηγαίνεις περιποιημένος…
Υ.Γ.2 Το post απευθύνεται σε επίδοξους παίκτες. Προσωπικώς προτιμώ τα πάρτι... Αλλά όταν παίζεις, πρέπει να ξέρεις να παίζεις.
Πλησιάζουν Χριστούγεννα κι ούτε που το ‘χω πάρει πραγματικά χαμπάρι. Πολλά χρόνια τώρα, οι γιορτές περνάνε απ’ τη ζωή μου τόσο απαρατήρητες, όσο και όλα τα υπόλοιπα. Παλιά χαιρόμουν, στόλιζα, σκεπτόμουν πώς θα περάσω τις γιορτές. Τις ζούσα. Τώρα… τίποτα…
Είναι κι ο άντρας μου τόσο αδιάφορος για όλα αυτά. Όχι απλώς αδιάφορος. Αρνητικός. Αντιδραστικός σε οτιδήποτε κάνουν οι άνθρωποι και χαίρονται, χωρίς εμφανή λόγο στην προσωπική τους ζωή. Εναντίον σε κάθε γιορτή, κάθε τυπικό, έθιμο, τελετή και ιεροτελεστία. Εναντίον και σε κάθε τι ομαδικό (εκτός απ' τα αθλήματα!...)
Ίσως είναι λίγο χαζά όλ’ αυτά, αλλά έχουν και το σκοπό τους. Ειδικά σήμερα, που οι άνθρωποι είναι τόσο απομακρυσμένοι στην καθημερινότητά τους… Είναι μια ευκαιρία να συναντηθούν, να γελάσουν, να νοιώσουν ένα είδος αλληλεγγύης, θα έλεγα… Συντροφικότητας.
Κι η εορταστική ατμόσφαιρα, τα φωτάκια και τα δεντράκια και τα στολίδια, εμένα τουλάχιστον κάτι μου κάνουν, με ανεβάζουν. Μου θυμίζουν, πως η ζωή δεν είναι πάντα τόσο πεζή, τόσο άχαρη. Ότι κάπου, κάποτε έχουμε δικαίωμα και να χαιρόμαστε ή τουλάχιστον να κάνουμε ότι χαιρόμαστε.
Πολλοί φίλοι μου τα κοροϊδεύουν όλ’ αυτά, μερικούς τους ενοχλούν κιόλας. Τα θεωρούν υποκριτικά, καταναλωτικά, ψεύτικα. Τους ζαλίζουν τα φωτάκια, λυπούνται τα δεντράκια, τσαντίζονται με την κίνηση στους δρόμους και τα μαγαζιά. Με αφορμή μάλιστα ένα γεγονός, στο οποίο οι περισσότεροι δεν πιστεύουν. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο… το πιο ξεχασμένο…
Ζηλεύουν ίσως τα χαρούμενα πρόσωπα κάποιων ανθρώπων, νοιώθουν πιο μόνοι παρά ποτέ, λυπούνται για τη χαμένη τους παιδικότητα. Μοναδικό τους συναίσθημα η μελαγχολία, μοναδική αλήθεια η ανικανότητα τους να χαίρονται πια με τα πράγματα. Η ανικανότητα να συναισθάνονται, να συνευρίσκονται, να συνδιασκεδάζουν.
Δεν κατηγορώ κανέναν… μάλλον τους συμμερίζομαι… Και μένα πια οι γιορτές μάλλον μελαγχολία μου φέρνουν στην ψυχή. Γιατί -καλώς ή κακώς- έχω κι εγώ σιγά-σιγά αρχίσει να μεγαλώνω…
Ήρθες στην Ελλάδα για λίγους μήνες. Τώρα έφτασε χειμώνας, Χριστούγεννα… Πρέπει να φύγεις. Να επιστρέψεις στη χώρα σου, εκεί, στον παγωμένο Βορρά. Όσο όμορφα κι αν είναι κάπου, τα μέρη μας πάντα μάς καλούν πίσω. Εκεί ανήκουμε, εκεί γεννηθήκαμε, εκεί μάθαμε τα πρώτα μας βήματα. Εκεί θέλουμε ν’ αφήσουμε την τελευταία μας πνοή. Ελπίζω να πέρασες για λίγο καλά εδώ κάτω, να πήρες κάτι μαζί σου. Λίγη ζέστα, λίγες γλυκές αναμνήσεις… Καλή σου νύχτα… Καλή σου μέρα… Το ίδιο είναι εκεί που πας… κάτω απ’ το βόρειο σέλας…
Κατηγορούμε ο ένας τον άλλον για τις δικές μας αμαρτίες, για τα δικά μας λάθη, για τις δικές μας ανασφάλειες και φόβους. Ίσως το κυρίαρχο στοιχείο αυτής της κοινωνίας που ζούμε να είναι η ανευθυνότητα. Η βαθιά, η καίρια, η εσωτερική ανευθυνότητα.
Μπορεί ν’ αναλαμβάνουμε projects και έργα τεράστια, δεν αναλαμβάνουμε όμως την ευθύνη των απλών, καθημερινών μας πράξεων, της σκέψης και της συμπεριφοράς μας απέναντι στον εαυτό μας και τον απέναντί μας.
Κρυβόμαστε πίσω από χιλιάδες χαζές δικαιολογίες, ταμπού, προκατασκευασμένες θεωρίες και ψυχαναλυτικές ασάφειες, προκειμένου να μην κοιτάξουμε κατάματα τις πληγές και τους φόβους μας.
Βλέπουμε μόνο την αντανάκλασή τους στα απορημένα μάτια των απέναντι, στα θυμωμένα μάτια, στα δακρυσμένα μάτια. Και λέμε μέσα μας, πως αυτοί ευθύνονται για τα βάσανά τους, ίσως έχουν κρυμμένη οργή ή πάσχουν από λανθάνουσα κατάθλιψη.
Ναι, έτσι θα είναι, όλοι φέρουμε μέρος της ευθύνης, όμως κανείς τελικά δεν την αναλαμβάνει. Όλοι απαιτούν απ’ τον άλλον να σεβαστεί τις ιδαιτερότητές τους, κανείς όμως δεν σέβεται τις ιδιαιτερότητες του άλλου. Και κυρίως κανείς δεν καταβάλλει την ελάχιστη προσπάθεια να διακρίνει μεταξύ ιδιαιτερότητας και βάναυσης καταπάτησης του κόσμου του άλλου. Ή ακόμα και του κόσμου του δικού του, του αληθινού και όχι του φαντασιακά πλασμένου.
Μοναδική μας «άμυνα» η ψυχική απομάκρυνση -απ’ τον εαυτό μας και απ’ τους άλλους. Μοναδική μας «λύση» να ελαχιστοποιήσουμε σημειακά, συμπτωματικά τις ασυνείδητες επιθέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Επί της ουσίας, λόγος κανείς... Κανείς δεν φέρει ευθύνη. Και οι πληγές βαθαίνουν, η μοναξιά μεγαλώνει, ο φόβος γιγαντώνεται κι η λέξη ευθύνη έχει θέση μόνο απέναντι στους «αφέντες», τα παιδιά, τους ανήμπορους και τους αναξιοπαθούντες. Σχεδόν επιβεβλημένη.
Κι εκεί με φειδώ βέβαια… μην το παρακάνουμε κιόλας! Έχουμε κι εμείς τα προβλήματά μας…
Χθες θυμήθηκα ξανά, πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη ζωή μου η αισθητική. Το ωραίο.
Απολαμβάνω την καλή μουσική, τις όμορφες εικόνες, τις ιδιαίτερες γεύσεις. Με επηρεάζει ο χώρος, η ατμόσφαιρά του, ο φωτισμός του. Με ελκύουν οι άνθρωποι, που εκπέμπουν γλυκύτητα μέσα απ’ τις κινήσεις, τις εκφράσεις και τους τρόπους τους. Με γοητεύουν οι καλόηχες και οι καλοβαλμένες λέξεις. Με διεγείρουν οι όμορφες μυρωδιές, με βαυκαλίζουν τα απαλά υφάσματα…
Με ταξιδεύουν οι αισθήσεις…
Τα πράγματα δεν είναι μονάχα πνεύμα, ούτε μονάχα ιδέες. Έχουν και τη φυσική τους υπόσταση. Η ουσία τους εκφράζεται και μέσα από την ύλη. Και μας αγγίζει μέσω των αισθήσεων.
Ας μην γινόμαστε λοιπόν απόλυτοι, μονόπλευροι για χάρη καμιάς κοσμοθεωρίας. Η πλάστιγγα δεν πρέπει να γέρνει προς καμία πλευρά.
Κάπου εκεί ανάμεσα κρύβεται το νόημα της ίδιας της ζωής. Στην αρμονία. Των πάντων…
Τώρα αυτός γελάει ή κλαίει; Μπορείτε να πείτε με σιγουριά;
Δεν υπάρχει μία ημέρα, που να μπορώ να την τελειώσω με την ίδια διάθεση, που την άρχισα. Οι μόνες μου μέρες, που παραμένουν ίδιες απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, είναι εκείνες οι μακρόσυρτες, οι αδιάφορες, οι ασήμαντες.
Όταν είμαι χάλια, κάτι βρίσκεται να μου φτιάξει το κέφι. Όταν είμαι χαρούμενη, κάτι γίνεται και σπάζομαι. Έχω φτάσει στο σημείο να φοβάμαι τη χαρά. Συνήθως μου βγαίνει ξινή.
Αυτό σημαίνει βέβαια, ότι είμαι έρμαιο των καταστάσεων. Το συναίσθημα αυτά σου κάνει…
Δεν μου βγαίνει όμως πάντα ξινό το γέλιο, για το οποίο υπάρχει κι η ανάλογη παροιμία. Γιατί το γέλιο δεν εκφράζει μόνο συναίσθημα.
Υπάρχει βέβαια και το συναισθηματικό γέλιο: το χαζοχαρούμενο γέλιο της χαράς και του κεφιού ή το νευρικό της θλίψης και της αμηχανίας -θα έχετε πάει σε κηδεία…
Υπάρχει και το γέλιο της απόλυτης βλακείας, ξέρετε, το κάγχασμα, το τεραστίας, άσκοπης έντασης και με όλο το στόμα ανοιχτό.
Υπάρχει κι εκείνο το υπεροπτικό, το χλευαστικό, το περιφρονητικό, που φωνάζει μέσα σου «Είμαι ανώτερος», και σ’ όλων των άλλων τ’ αυτιά ακούγεται «Είμαι καριόλης»…
Το γέλιο πάντως είναι πρωτίστως μάλλον εγκεφαλική λειτουργία κι έχει να κάνει με αυτοσαρκασμό, ειρωνεία και περιγέλασμα. Αυτό το γέλιο το εμπιστεύομαι. Και δεν το φοβάμαι, ούτε όταν το συναντώ, ούτε όταν το προκαλώ. Δεν μου βγαίνει ποτέ σε κακό… Και το λατρεύω…
Προτιμώ λοιπόν να πορεύομαι με αυτό το γέλιο, πάρα με το γέλιο της χαράς. Αν μη τι άλλο, με κάνει να νοιώθω ελεύθερη ή τουλάχιστον αυτόνομη...
Όταν ήμουν μικρή, είχα κάνει μία έκτρωση. Ήταν σχεδόν μόλις είχα αρχίσει να κάνω έρωτα. Μεγάλη ατυχία… Μεγάλη βλακεία…
Ήμουν πολύ ερωτευμένη μ’ εκείνο το αγόρι. Εκείνος μόλις είχε τελειώσει το σχολείο κι είχε μπει στο πανεπιστήμιο. Μου φαινόταν τότε μεγάλος! Εγώ ακόμα στο γυμνάσιο… Όμως δεν ήταν μεγάλος… Το συνειδητοποίησα μετά από πάρα πολλά χρόνια, πως στα 18 σου δεν είσαι μεγάλος. Γιατί τότε η συμπεριφορά του ήτανε τόσο κακή, που πίστεψα, πως ήταν ένα τέρας. Δεν ήταν όμως παρά ένα φοβισμένο κι ανεύθυνο παιδί, που δεν ήξερε τι να κάνει.
Τελευταίως το είπα αυτό στον εαυτό μου, μη νομίζετε. Είναι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο, που ακόμα και τώρα που γράφω δεν έχω καταφέρει να συγχωρέσω τελείως. Δεν πιστεύω πια πως είναι τέρας, αλλά θεωρώ πως θα μπορούσε να είχε συμπεριφερθεί και διαφορετικά. Και πως, ναι, δεν ήταν, ούτε είναι –απ’ ό,τι μαθαίνω- ο καλύτερος χαρακτήρας.
Είχα την καλή τύχη, η μητέρα μου να είναι ανοιχτός άνθρωπος. Τρελάθηκε τότε βέβαια, με πήρε όμως απ’ το χεράκι, χωρίς πολλά-πολλά και με πήγε στο γιατρό, που με είχε ξεγεννήσει. Δεν με έβρισε, δεν με πίεσε, δεν με κατηγόρησε. Έβλεπε, πως ήμουν χάλια κι από μόνη μου… Έκανα την επέμβαση τουλάχιστον με ασφάλεια και μετά κοιμόμουν στη γιαγιά μου, μην πάρει τίποτα χαμπάρι ο πατέρας μου.
Εκείνος το είπε στη μάνα του και έγινε χαμός. Του έδωσε τα λεφτά, αλλά προφανώς του απαγόρευσε να με ξαναδεί. Ή μπορεί να το αποφάσισε και μόνος του αυτό, ακόμα δεν ξέρω. Πάντως δεν ήρθε καθόλου να με δει. Κι εγώ τον περίμενα… και πόναγα, μέσα κι έξω, κι έκλαιγα… Ένα τηλέφωνο μόνο έκανε –μαζί με τη μαμά του!- να μάθει, αν όλα πήγαν καλά. Και μετά δεν τον ξανάδα, παρά μόνο τυχαία… μετά από χρόνια.
Εκείνο το καλοκαίρι ήρθε στη ζωή μου η κατάθλιψη κι από τότε δεν με άφησε ποτέ. Πέρασα όμορφες φάσεις στη ζωή μου, όμως η ψυχή μου δεν ήταν πια η ίδια. Είχε πόνο, είχε οργή, και είχε χάσει πια την αθωότητά της. Την αθωότητα να πιστεύει στους ανθρώπους…
Τα χρόνια πέρασαν, έζησα πολλά, έμαθα πολλά, σκέφτηκα πολλά. Με κόπο δικό μου, αλλά και των άλλων, όσων με αγαπούσαν, άρχισα σιγά-σιγά να ξαναβρίσκω την πίστη μου στους ανθρώπους. Είδα πιο μέσα, είδα, πως όλοι πονάνε, πως όλοι φοβούνται και πως ό,τι κάνουν, το κάνουν κι αυτοί, γιατί δεν ξέρουν… δεν ξέρουν το αληθινό τους συμφέρον.
Δεν ξέρουν, πως για να ‘ναι οι ίδιοι καλά, πρέπει να είναι κι οι γύρω τους καλά. Πως δεν έχει αξία να βασιλεύουν στον κόσμο των δυστυχισμένων. Και πως μόνο αν καταφέρουν να έρθουν κοντά στον άνθρωπο, μπορεί κάποια στιγμή να νοιώσουν κι αυτοί άνθρωποι… να γίνουν κι αυτοί άνθρωποι…
Νοιώθω λίγο κουρασμένη. Ψιλοάϋπνη, στεναχωρημένη με έγνοιες άλλων, έτσι κι αλλιώς εκκρεμής κι αναποφάσιστη στη δική μου ζωή…
Δεν ξέρω, πώς να βοηθήσω κάποιον, τι να του πω, τι να κάνω για να δει τα πράγματα λίγο πιο χαλαρά, λίγο πιο φωτεινά… Δεν ξέρω καν αν έχουν αξία τα λόγια για τους ανθρώπους. Για μένα έχουν. Μεγάλη. Μπορεί κάποιος να με σκοτώσει ή να με αναστήσει με τα λόγια. Κρέμομαι απ’ το στόμα του άλλου, όταν τον πιστεύω.
Όμως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Κι οι πράξεις είναι δύσκολες… σχεδόν ακατόρθωτες. Μπορείς να δώσεις το χρόνο σου και την αγάπη σου, όμως στην ουσία δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, για να βοηθήσεις τον άλλον πρακτικά. Πρέπει να βρει μόνος του την άκρη, αλλιώς γίνεσαι δεκανίκι. Καθιστάς τον άλλον ανάπηρο για πάντα. Γι’ αυτό δεν πιστεύω και στην ελεημοσύνη.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τον βοηθήσεις να σταθεί στα δικά του πόδια, δεν ξέρω με ποιον τρόπο… με όποιον τρόπο διαθέτεις και είναι ο άλλος έτοιμος να δεχτεί. Μόνο αυτό όμως, μέχρι εκεί. Όλα τα άλλα αποτελούν υποτίμηση έως και υποσυνείδητη κακία. Νοιώθεις ανώτερος, νοιώθει κατώτερος.
«Ουδείς» λέει «πιο αχάριστος του ευεργετηθέντος». Και καλά κάνει. Γιατί ίσως και «Ουδείς πιο ιδιοτελής του ευεργετώντος».
Όταν είσαι φίλος δεν ευεργετείς, ούτε οικτίρεις, ούτε ελεημονείς. Στέκεσαι μόνο δίπλα στον άλλον, ως ίσος προς ίσον, τον ακούς, του μιλάς, τον αγγίζεις… Δεν προσπαθείς να τον πείσεις, μόνο να τον κάνεις να νοιώσει, πως δεν είναι μόνος του σ’ αυτήν τη ζωή και κυρίως πως έχει τη δύναμη ν’ αντεπεξέλθει σε όλα.
Γιατί αυτή είναι η μόνη αλήθεια, που μπορείς να του χαρίσεις. Η μόνη αλήθεια, που έχουμε… ο εαυτός μας…
Όλα τα ωραία τελειώνουν κάποτε. Όπως και τα άσχημα εξάλλου.
Τίποτα δεν είναι παντοτινό, τίποτα δεν μπορείς να το κρατήσεις με το ζόρι, ούτε να το διώξεις πριν την ώρα του.
Είναι σαν τα παιδιά εκείνος που θεωρεί, πως η τωρινή του δυστυχία θα κρατήσει για πάντα.
Σαν τα παιδιά κι αυτός, που νομίζει ότι το καινούριο παιχνίδι που του ‘φερε δώρο η ζωή, δεν θα χαλάσει ποτέ.
Έτσι κι αλλιώς συχνά δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει την ευχή απ’ την κατάρα. Κι αυτά που φοβόμαστε, οι καλύτεροι οδηγοί μας. Τ’ ακολουθούμε κατά πόδας.
Όλα καλοδεχούμενα. Όλα έχουνε το νόημα τους, όλα έχουν κάποιο σκοπό.
Κι εμείς δεν έχουμε παρά να βαδίζουμε όσο μπορούμε πιο ατάραχοι το δρόμο μας κι όπου αυτός μας βγάλει. Διαλέγουμε μονάχα διαδρομή… προορισμός μας να βρούμε το μέσα μας, να γίνουμε πάλι ένα. Και δεν αλλάζει…
Δεν μ’ αρέσουν οι φαντασιώσεις. Δεν θέλω ο σύντροφός μου ούτε θεωρητικά να πηγαίνει με άλλη. Ζηλεύω αυτές τις άγνωστες νοσοκόμες, νοικοκυρές, ηθοποιούς, πουτάνες… Αρρωσταίνω και μόνο στην ιδέα, ότι ο άλλος ποθεί κάποιαν άλλη πέρα από μένα.
Ξέρω ζευγάρια, που λειτουργούν με φαντασιώσεις. Που κοιτάζουν μαζί τσόντες και παίζουν ένα παιχνίδι ρόλων με φανταστικούς συμμετέχοντες. Μπορεί να προσθέτει κάτι αυτό, δεν ξέρω… Εμένα μου φαίνεται σαν ανία σε περιτύλιγμα σεξουαλικής απελευθέρωσης. Νοητικά τουλάχιστον.
Οι φαντασιώσεις υπάρχουν πιθανώς στο κεφάλι μας. Για όταν είμαστε μόνοι μας. Πρέπει να τις μοιραζόμαστε όμως κιόλας; Δεν υποτιμάμε τον άλλον, αν για να ερεθιστούμε, πρέπει να σκεπτόμαστε κάτι άλλο από αυτό που έχουμε μπροστά μας; Και να του το λέμε κιόλας; Δεν σημαίνει αυτό «Σε βαριέμαι φρικτά, αλλά τι να κάνουμε, εσένα έχουμε»;
Μπορεί να κάνω και λάθος… Νομίζω όμως, πως όταν αρχίζουν οι φαντασιώσεις, βάζεις το λιθαράκι της απομάκρυνσης. Αργά ή γρήγορα, κάποια ψιλοφαντασίωση θα σου κάτσει κιόλας… Και συνηθισμένος ων, δεν θα την αφήσεις βέβαια να πάει χαμένη…
Εσείς τι λέτε γι’ αυτό; Για την απύθμενη ζήλια; Ακόμα και για τη φαντασία του άλλου; Είναι αρρώστια ή έχει κάποια βάση; Ανυπομονώ για τις απαντήσεις σας… Και μην ντραπείτε, please…
Υ.Γ. Α, υπάρχει και το άλλο... Δεν του κάθεσαι ποτέ και φαντασιώνεται για πάντα εσένα. Όμως έτσι μένεις κι εσύ με το όποιο στο χέρι. Και με τις φαντασιώσεις σου...
Σήμερα είναι ο Ευαγγελισμός της Συλλήψεως της Αγίας Άννης, μητρός της Θεοτόκου. Σαν σήμερα «συνέλαβε» δηλαδή η Άννα τη Μαρία, την Παναγία. Μπορείτε να φανταστείτε, τι έκανε σαν σήμερα η Άννα με τον Ιωακείμ...
Το γ…ήσι λέγεται προφανώς ευαγγελισμός στη θρησκευτική γλώσσα. Όχι σκέτο όμως, άμα πιάνει τόπο.* Το σκέτο δεν ξέρω, πώς λέγεται. Ευδαιμονισμός μάλλον… Εξ ου και η ευδαιμονία.
Για να ξέρουμε τι γιορτάζουμε… Χρόνια πολλά στις Άννες λοιπόν και καλά γ…ήσια!
* Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου έγινε με τον κρίνο… αυτή είναι ιδιότυπη περίπτωση… την 25η Μαρτίου θα έπρεπε να γιορτάζουν και οι εξωσωματικές. Τριπλή γιορτή, χαρά μεγάλη!
Όταν παίζεις, πρέπει πάντα να είσαι συγκεντρωμένος και σε πλήρη εγρήγορση.
Να γνωρίζεις τους κανόνες του παιχνιδιού, τις τακτικές και τους σκοπούς του.
Να παίζεις συχνά. Να ασκείσαι.
Να σκέπτεσαι τη δική σου βέλτιστη κίνηση, να υπολογίζεις και τις κινήσεις των άλλων. Να προβλέπεις, να μπαίνεις στην ψυχολογία των αντιπάλων, να είσαι ένα βήμα μπροστά.
Και παράλληλα να μένεις ατάραχος, ψύχραιμος, τίποτα να μην φανερώνει την πιθανή αγωνία σου, τη χαρά σου ή τη λύπη σου. Τα μάτια σου να μην αποκαλύπτουν καμία απ’ τις προθέσεις σου, παρά μόνο την επιθυμία σου να μείνεις στο παιχνίδι.
Πέτρα - ψαλίδι – χαρτί: το απλούστερο παιχνίδι άπειρων επιπέδων
Η τύχη παίζει τον μεγαλύτερο ρόλο στο μυαλό των άπειρων παικτών. Ο συγχρονισμός, το timing, στο μυαλό των έμπειρων.
Όλα σημαίνουν κάτι, όλα είναι ισότιμα, όλα έχουν τη δύναμή τους. Φτάνει να τα χρησιμοποιείς στον κατάλληλο χρόνο…
Σήμερα είμαι χαρούμενη. Εισέπραξα λεφτά, τα έφαγα! -ψώνισα πραγματάκια για μένα κι έφτιαξα μαλλιά και νύχια-, πήγα για καφέ, πέρασα ωραία, και πάνω απ’ όλα έμαθα κάτι πολύ-πολύ καλά νέα για έναν αγαπημένο μου φίλο.
Τελικά, ρόδα είναι και γυρίζει…
Ίσως μόνο και μόνο η απόφαση να βγεις απ’ τη μιζέρια, σου φτιάχνει το κέφι, σου δίνει δύναμη κι ενέργεια και σου φέρνει χαρμόσυνες ειδήσεις!
Οι άνθρωποι γουστάρουν κέφια. Όλοι μας σχεδόν. Μόλις κάποιος αρχίζει και μιζεριάζει -για οποιονδήποτε λόγο- ο κόσμος αρχίζει και την κάνει απ’ όλες τις πάντες.
Όταν είχα πρωτομάθει να οδηγώ, πάτησα γκάζι αντί για φρένο πάνω στη Σκουφά, μπροστά απ’ την εκκλησία. Ο κόσμος βούτηξε δεξιά-αριστερά να μ’ αποφύγει. Κάπως έτσι… Εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού.
Λένε, πως ο καλός ο φίλος στα δύσκολα φαίνεται. Άλλο όμως είναι τα δύσκολα κι άλλο η μιζέρια. Το πρώτο είναι αντικειμενικό πρόβλημα, το δεύτερο είναι υποκειμενικότατη αντιμετώπιση του προβλήματος.
Σε παίρνει από κάτω και γίνεσαι -αν μη τι άλλο- δυσάρεστος. Μπορεί να γουστάρεις να μιζεριάζεις, όμως οι άλλοι ουδεμία υποχρέωση έχουν να τραβάνε το ζόρι σου, τη στιγμή που βλέπουν, πως κι εσύ δεν κάνεις τίποτα γι’ αυτό.
Στο κάτω-κάτω κι εσύ δεν τους σέβεσαι. Τους βλέπεις κάπως σαν σκουπιδοτενεκέδες, να πετάς μέσα τα δηλητηριασμένα εσώψυχά σου. Αλλά κι αυτοί οι καημένοι έχουν τα δικά τους, άσχετα αν εσένα σου φαίνονται μηδαμινά μπροστά στα φαντασμαγορικά δικά σου.
Μένεις μόνος και τελειώνεις. Κι έχεις και κάποιον να κατηγορείς για την ηθελημένη μοναξιά σου… Ώσπου να πάρεις την απόφαση να αναλάβεις τον έλεγχο της ζωής σου και να επιστρέψεις στον κόσμο των ανθρώπων.
Πήρα χθες ένα ταξί και ο ταξιτζής σιγοτραγουδούσε κάτι, που έπαιζε στο ράδιο. Τον ρώτησα, αν τα νοιώθει τα τραγούδια, αν τον αγγίζουν τα λόγια τους… Μου είπε, πως ναι, ειδικά όταν μιλούν για έρωτα και πόνο. Γιατί πριν τα 20 του χρόνια, λέει, είχε ερωτευτεί μια κοπέλα πολύ. Ο έρωτας αυτός για κάποιο λόγο έμεινε ανεκπλήρωτος κι εκείνος -γύρω στα 50 πια- παραμένει ερωτευμένος μ’ αυτήν τη γυναίκα. Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, αλλά η γυναίκα αυτή του έχει κλέψει την καρδιά για πάντα. Δεν ήταν καν όμορφη, λέει, ήταν που γέλαγε με τ’ αστεία του, δάκρυζε με τον πόνο του, τον ένοιωθε, τον καταλάβαινε. Την έχει ξαναδεί 2-3 φορές μέσα σ’ αυτά τα χρόνια. Τον ρώτησα, πώς έχει γίνει, αν έχει αλλάξει πολύ. «Ούτε που κοίταξα» μου απάντησε «για μένα είναι πάντα αυτή, η ίδια»…
Είχε μπει ο «Θεός» στο σώμα του άντρα της, είχε πάρει τη μορφή του. - Περιμένω τον άντρα μου, έλεγε αυτή. - Εγώ είμαι ο άντρας σου και είμαι εδώ. Δεν μπορώ να είμαι και εραστής σου; - Όχι, δεν μπορείς και δεν είσαι εδώ. Περιμένω τον άντρα μου…
Την πήρε τελικά ο «Άλλος», ο εραστής για μια νύχτα και τον αγάπησε πολύ. Μετά η ζωή συνεχίστηκε κανονικά…
Με «εκλογικεύσεις», που λέει και μια ψυχή φευγάτη…
Μου χάλασε το πλυντήριο μετά από 9 χρόνια (στο γάμο μου το αγόρασα… ή μάλλον μου το αγοράσανε) και τώρα πρέπει να τρέχω να βρω καινούριο. Και πραγματικά πρέπει. Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς πλυντήριο. Τα ρούχα έχουν γίνει ήδη στοίβες και σε λίγο δεν θα έχω ούτε κιλότα να φορέσω.
Ένας «πλυντηριάς» μου είπε να αγοράσω το πιο φτηνό της αγοράς, μηχανικό, με λίγα κουμπάκια και οπωσδήποτε χωρίς εγκέφαλο! Μόνο προβλήματα, λέει, δημιουργεί ο εγκέφαλος. Και στο προηγούμενο ο εγκέφαλος χάλασε και για να τον αλλάξεις δεν αξίζει τον κόπο. Στοιχίζει περίπου το ίδιο με το να πάρεις καινούριο.
Και τι τον θέλω έτσι κι αλλιώς τον εγκέφαλο; Πραγματοποιεί μονάχα λειτουργίες, που δεν χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ. Το θέμα είναι το πλυντήριο να φέρνει σε πέρας τα βασικά προγράμματα. Τα απολύτως απαραίτητα. Και στεγνωτήριο στην Ελλάδα δεν πολυχρειάζεται λόγω κλίματος.
Σε όποιο δημιούργημά του βάζει ο άνθρωπος εγκέφαλο, βγαίνει πολύ ευαίσθητο και χαλάει εύκολα. Πρέπει να το χειρίζεται κανείς με μεγάλη προσοχή και επιδεξιότητα και πάλι τα αποτελέσματα δεν είναι σίγουρα. Άσε, που η τεχνολογία τους απαρχαιώνεται πάρα πολύ γρήγορα και πας γι’ άλλα, ακόμα κι αν δεν προλάβει να χαλάσει από μόνο του.
Η γιαγιά μου
Για το Θεό (σχηματικά) πάλι και τα δικά του δημιουργήματα έλεγε ένας φίλος: «Είναι πολύ καλός ηλεκτρονικός, αλλά πολύ κακός υδραυλικός. Στον άνθρωπο πρώτα απ’ όλα χαλάνε τα υδραυλικά συστήματα» Και γενικότερα τα μηχανικά, θα προσέθετα εγώ, σε αντίθεση με τα δικά μας κατασκευάσματα.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος πραγματικά χαλάει σχεδόν τελευταίος. Συχνά βέβαια είναι ελαττωματικός, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Όταν χαλάσει-χαλάσει όμως, είμαστε κι εμείς σχεδόν για πέταμα. Όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό. Οτιδήποτε άλλο παλεύεται. Ο εγκέφαλος δεν παλεύεται.
Το πλυντήριο το πετάς και παίρνεις καινούριο. Τον άνθρωπο τι τον κάνεις; Καινούριο δεν μπορείς να πάρεις. Κι ο παλιός έχει ήδη χαθεί. Έχει απομείνει μια εικόνα, μια ανάμνηση, που περιφέρεται στο χώρο σαν άδειο κουφάρι και πληγώνει. Τον εαυτό του και τους γύρω του.
Και ειλικρινά αναρωτιέμαι: αν ο εγκέφαλος -καθώς λένε- αποτελείται από στιβάδες κι αν οι πάνω στιβάδες έχουν φαγωθεί και τρύπες αβυσσαλέες οδηγούν κάπου στο ερπετό, τι κάνουμε; Τον συντηρούμε; Τον σκοτώνουμε; Τον κλείνουμε κάπου να μην τον βλέπουμε; Ή τον κρατάμε μαζί μας και υποφέρουμε όλοι μαζί;
Αυτό που λέμε «ψυχή» δεν ξέρω, πού ακριβώς κατοικοεδρεύει. Ούτε αν υπάρχει κάτι τέτοιο ανεξάρτητο απ’ τον εγκέφαλο. Όσο για το σώμα… το ναό της «ψυχής»… εγκαταλελειμμένος... Τι να πω; Δεν έχω ιδέα…
Σεβόμαστε τη ζωή γενικώς κι αορίστως; Ή τη σεβόμαστε ειδικά και συγκεκριμένα; Τι λέτε;
Υ.Γ. Παρακαλώ, μην αρχίσετε να μου λέτε γενικώς για την ευθανασία και κυρίως ούτε κουβέντα για τα παιδάκια με ειδικές ανάγκες. Καμία σχέση…
Υ.Γ. Καλά, πείτε ό,τι θέλετε... δε γαμιέται... όλα παίζουν τελικά στο μυαλό μας... Ας τα συζητάμε τουλάχιστον, να βγαίνουν από μέσα μας...
Περνάω περιόδους εξαιρετικής εξωστρέφειας Και περιόδους απόλυτης εσωστρέφειας Περιόδους, που ασχολούμαι με όλα Και περιόδους που ασχολούμαι μόνο με την πάρτη μου (άντε και κανέναν από δίπλα, που τον νοιώθω «δικό» μου…)
Αναρωτιέμαι τι μου προσφέρει τι… Ίσως στη δεύτερη φάση τακτοποιώ τις εμπειρίες της πρώτης Πάντως κι οι δύο φάσεις με κουράζουν απίστευτα, όταν παρατραβάνε.
Πιάσε μια ποικιλία κι ένα καραφάκι τώρα!
Το καραφάκι είναι στάνταρ… μάλλον η μοναδική πραγματική μου «φύση» Μέθη… την αναζητώ πάντα και παντού… σε όλες της τις εκφάνσεις Βάρδα μην ξενερώσω…
Κρίμα να κάνεις ένα δώρο και να στο πετάν’ στα μούτρα Κρίμα να χάνονται οι λέξεις σου σε ερμητικά κλεισμένα αυτιά Κρίμα να προσπαθείς να πλησιάσεις κάποιον κι αυτός να κάνει βηματάκια προς τα πίσω… κι ας πέσει στο γκρεμό…
Κρίμα να μην δίνεις το χέρι σου, για να σώσεις ή να σωθείς…
Κρίμα να χαραμίζεις το χρόνο σου σε παλιές ιστορίες κι οδυνηρές αναμνήσεις Κρίμα να χαλαλίζεις τη ζωή σου σε χαώδεις σκέψεις κι απραξία Κρίμα να κλείνεις τον εαυτό σου μέσα κι όλους τους άλλους απ’ έξω
Περνώντας τα χρόνια, όλο κάτι «κόβουμε». Υποχρεωτική αφαίρεση εν ονόματι της επιβίωσης. Κάθε «κόψιμο» όμως και μία άρνηση. Της ζωής. Του εαυτού μας. Ίσως τελικά η «επιβίωση» να πλησιάζει πιο πολύ στο θάνατο... Σαν τον λεπρό στη φυλακή: δραπετεύουμε σιγά-σιγά…
Άρχισα να ασχολούμαι με τα blogs τον Απρίλιο, μετά από μία συνέντευξη του Νίκου Δήμου στην τηλεόραση, όπου μίλαγε γι’ αυτά. Επισκέφτηκα φυσικά πρώτα-πρώτα το δικό του, μετά κάποιων άλλων και στις 6/6/’06 αποφάσισα να ανοίξω και το δικό μου.
Πάντα μου άρεσε να γράφω, αλλά για διάφορους λόγους είχα σταματήσει να το κάνω και σκέφτηκα, πως με το blog θα είχα κάποιο κίνητρο. Και όντως. Από τότε έως σήμερα γράφω σχεδόν καθημερινά. Απ’ αυτήν την άποψη λοιπόν ο σκοπός επετεύχθη.
Το πρόβλημα είναι, πως σιγά-σιγά άρχισα να ασχολούμαι σχεδόν αποκλειστικά με αυτό και τους ανθρώπους που το περιέβαλαν. Κάτι σαν έμμονη ιδέα. Αυτή η κατάσταση, όσο περνάει ο καιρός, μάλλον χειροτερεύει. Έχω αρχίσει να βαριέμαι τους πραγματικούς μου φίλους, όταν τους βλέπω σκέπτομαι το δίκτυο και μιλάω γι’ αυτό, έχω φτάσει στο σημείο να ακυρώνω συναντήσεις.
Έχω αμελήσει εντελώς τις δουλειές μου, τον άνθρωπό μου, ακόμα και τον ίδιο μου τον εαυτό. Τρώω βλακείες, πίνω και καπνίζω μπροστά σε μια οθόνη και περιμένω κάτι, που προφανώς ποτέ δεν θα ‘ρθεί. Μην με ρωτήσετε τι, δεν έχω ιδέα. Ίσως τον πρίγκιπα των παραμυθιών… ίσως την εύρεση του Ιερού Δισκοπότηρου… ίσως πάλι περιμένω η synas να εξαφανίσει την πραγματική υπόστασή μου, να εξαϋλωθώ, να μπω μέσα στο Δίκτυο και να κινούμαι ανάμεσα σε καλώδια και PC αγνώστων…
Μοναχική πορεία το blogging και παραπλανητική. Υποκαθιστά με ύπουλο και υπόγειο τρόπο την πραγματική σου ζωή με μια ζωή φτωχότερη και ψεύτικη. Σχεδόν σε αλλοτριώνει. Ή τουλάχιστον σε αλλάζει. Παθαίνεις μια εσωστρέφεια κι ένα συναισθηματικό μπλο(γ)κάρισμα.
Γιατί όλα αυτά; Ειλικρινά δεν ξέρω. Ίσως επειδή είμαστε φτιαγμένοι για να κινούμαστε, να είμαστε ενιαίοι ψυχή τε και σώματι και ο διαχωρισμός αυτός επιφέρει μια κάποια σύγχυση μέσα μας, που αντανακλάται και έξω μας.
Εν πάση περιπτώσει, έχει αρχίσει να με ενοχλεί η κατάσταση και προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να επιστρέψω στην πραγματικότητα. Μία σκέψη ήταν να σταματήσω εντελώς να ασχολούμαι, αλλά επειδή τώρα τελευταία κάνω πολλά «ανάπηρα Ctrl» και δεν καταφέρνω τίποτα, μάλλον θα κάνω το εξής: θα γράφω όποτε μου έρχεται και θα τα εκδίδω μια φορά την εβδομάδα. Θα παραμείνει δηλαδή το blogging στη ζωή μου, αλλά στο μέτρο που του αρμόζει. Άλλη μια πτυχή της κανονικής μου ζωής και όχι υποκατάστατο αυτής.
Λοιπόν, καλοί μου φίλοι, από ‘δώ και πέρα θα τα λέμε σπανιότερα. Και προτείνω σε όσους τυχόν την έχουν πατήσει σαν κι εμένα, να πάρουν κι αυτοί τα μέτρα τους, πριν να είναι πολύ αργά. Το blogging είναι ο νέος εθισμός, το νέο καταστροφικό πάθος της εποχής. Και πολύ επικίνδυνο, γιατί κανείς δεν σε προειδοποιεί, περί τίνος πρόκειται. Προσωπικώς αρχίζω αποτοξίνωση. Για να δούμε: θα τα καταφέρω;
Σας φιλώ όλους και σας εύχομαι να είστε καλά στη ζωή σας, παρέα με τους σάρκινους αγαπημένους και φίλους σας, που σας αγαπούν πραγματικά και ενδιαφέρονται ειλικρινά για εσάς. Εσάς τους ίδιους, τους ανθρώπους, και όχι τις διαδικτυακές περσόνες σας.
Τα σκυλάδικα είναι ένα είδος τραγουδιού πολύ διαδεδομένο -ως γνωστόν- στην Ελλάδα και τους απανταχού Έλληνες (και όχι μόνον). Ακουμπά την ψυχή πολλών, τους κάνει να κλαίνε, να χτυπιούνται, να χορεύουν… Είναι η συντροφιά τους στα μεθύσια, στις αναπολήσεις, στα ξεφαντώματα και ΚΥΡΙΩΣ… στις ανεκπλήρωτες καψούρες.
Τα σκυλάδικα είναι ως επί το πλείστον καψουροτράγουδα και απευθύνονται σε καψούρηδες. Να μου πείτε, όλη η Ελλάδα είναι καψούρα; Ε, ή είναι ή ήταν ή ελπίζει να γίνει…
Βαλκάνια, Εγγύς Ανατολή και πέριξ: ο τόπος της αιώνιας καψούρας και των αμανεδοτσιφτέτελων…
Θα μου πείτε «Ε και; Τι έγινε;» Τίποτα δεν έγινε. Απλώς τα σκυλάδικα είναι μάλλον κατώτερο είδος μουσικής και είναι κρίμα να αναλώνονται σ’ αυτά άνθρωποι μορφωμένοι, καλλιεργημένοι, ευαίσθητοι. Και μην βιαστείτε να μου πείτε, πως δεν είναι έτσι. Γιατί έτσι είναι. Στην Ελλάδα οι περισσότεροι ακούνε από καιρού εις καιρόν σκυλάδικα.
Κι εγώ, που τώρα τα κατηγορώ, τα έχω ακούσει κατά κόρον. Ειδικά τα μινόρε, τα θλιμμένα… Αλλά και πολλά ματζόρε, τα έχω χορέψει –πολλές φορές υποχρεωτικά, είναι κι αυτοί οι γάμοι… Έχω υπάρξει κι εγώ πολλάκις καψούρα… όχι, θα ξέφευγα…
Όμως, κρίμα… Υπάρχουν τόσες όμορφες μουσικές να κλάψεις τις χαμένες σου αγάπες… να ονειρευτείς… να νοσταλγήσεις…
Γιατί υποβιβάζουμε όλα μας τα συναισθήματα σε πέντε νότες; Σε τετριμμένους στίχους;
Γιατί κάνουμε τον έρωτα καψούρα; Τα βιώματα μας πατημένα γαρύφαλλα; Την ψυχή μας σκοτεινό, ντουμανιασμένο καταγώγι;
Και τη ζωή μας μια γλιστερή πίστα σκυλάδικου για μεθυσμένους;
Είναι μία blogger, τόσο-μα τόσο ψωνάρα, που ειλικρινά δεν μπορώ να το πιστέψω. Γράφει συνεχώς πόσο όμορφη είναι, πόσο ευφυής, πόσο εκλεπτυσμένη, πόσο σπάνια…
Μα είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν, ένας άνθρωπος να μην έχει ίχνος συστολής;
Ας αφήσουμε τα περί γνώθι σ’ εαυτόν και τα τοιαύτα, γιατί αυτά λείπουν σχεδόν απ’ όλους μας.
Ας αφήσουμε και επονομαζόμενες «αρετές», όπως μετριοφροσύνη και ταπεινότητα, γιατί θα αντιδράσουν και θα επιχειρηματολογήσουν οι Νιτσεϊκοί.
Ας αφήσουμε κι εκείνην τη θηλυκή ιδιότητα, που περιφραστικά λέγεται «άσε τους άλλους να σε ανακαλύψουν».
Ας αφήσουμε ακόμα και το φόβο, ότι προκαλείς τους άλλους και τους δίνεις πάτημα να σε προσβάλουν ανεπανόρθωτα.
Μιλάω για μια απλή, υποτυπώδη συστολή. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να είναι τόσο ξιπασμένος και να μη νοιώθει ίχνος ντροπής γι’ αυτό;
Αυτό ήταν το τρίπτυχο της σκέψης μου, όταν περίμενα στις 6.30 το πρωί το σχολικό. Μέσα στη νύχτα ακόμη. Λιγοστός κόσμος κυκλοφορούσε. Με το που έστριβα στη γωνία, κάθε μέρα, ερχόταν ένα τσούρμο σκυλιά και με συνόδευε ως την άλλη γωνία, που ήταν η λεωφόρος. Καθόμουν σ’ ένα πεζούλι και περίμενα κι οι σκύλοι έκαναν έναν κύκλο γύρο μου, κάθονταν και με κοιτούσαν, σα να με φύλαγαν. Bodyguards.
Στις τελευταίες τάξεις, είχα αρχίσει να καπνίζω και με το που καθόμουν, άναβα ένα τσιγάρο -με σπίρτα- και θαρρούσα πως με ζέσταινε. Ωραία γεύση είχε ακόμα τότε το τσιγάρο… Καμιά φορά τυχαίνει να μου ξανάρχεται στο στόμα η ανάμνηση από τις πρώτες τζούρες της ζωής μου, σχεδόν ηδονικές, ήταν όλα καινούρια… Φορούσα γαντάκια για το πρωινό κρύο και μ’ ενοχλούσαν. Έβγαζα το ένα γάντι για να απολαμβάνω το τσιγάρο καλύτερα, κι ας έτρεμε το χέρι κάθε φορά που το ‘φερνα στο στόμα.
Στο σχολικό πάντα κοιμόμουν. Πάνω από μια ώρα ήταν η διαδρομή. Στο δρόμο άρχιζε να χαράζει. Όλα τα χρόνια της σχολικής μου ζωής -μα όλα τα χρόνια- έκαναν έργα στην Κηφισίας. Και το σχολικό κολλούσε στην κίνηση, σε ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα. Τώρα τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα.
Αν προλάβαινα έκανα κι ένα τσιγαράκι στην τουαλέτα, πριν την πρώτη ώρα. Οι τουαλέτες μύριζαν σαν τεκέδες και στους τοίχους τους έγραφαν στιχάκια. Μας έβριζαν για το κάπνισμα: «Εμείς χέζουμε στα τασάκια σας; Εσείς γιατί καπνίζετε στις τουαλέτες μας;» Παλιοφλώροι του κερατά. Που μου μάθατε να γράφετε και στους τοίχους. Αυτό πρέπει να αποτέλεσε την ύστατη «επαναστατική» κίνηση της ζωής σας.
Κουδούνι, έρχομαι να σας απολαύσω να γλείφετε τώρα τους ψωνισμένους καθηγητές. Χρόνια αργότερα, έμαθα πως σας έκαναν και ιδιαίτερα, ώστε να σας ανεβάζουν τους βαθμούς στην τάξη. Μετρούσε το απολυτήριο, βλέπεις… Κι όλο απορούσα… Μα αφού δεν…; Λαμόγια από την κούνια.
Κι οι μπαμπάδες σας δεν είχαν ποτέ ένα γνωστό επάγγελμα, δικηγόρος, γιατρός, αρχιτέκτονας... Οι απαντήσεις σ’ αυτήν την ερώτηση ήτανε πάντα άκρως αόριστες. Αργότερα έμαθα και γι’ αυτά τα επαγγέλματα. Μεσάζοντες, σύμβουλοι, παράγοντες…
Ξεπετάχτηκαν τότε και ονόματα, έγιναν γνωστά, οι μπαμπάδες έγιναν φίρμες. Δημόσια έργα, τσιμέντα, όπλα, μιράζ, μήντια, ποδοσφαιρικοί πάγκοι. Κι η Εκάλη γέμισε ξαφνικά κόσμο.
Επενδύουμε, επενδύουμε, επενδύουμε… στο μέλλον… Και το παρόν εξανεμίζεται. Και το μέλλον γίνεται παρόν, και το παρόν παρελθόν. Και τελικά, το μόνο που μας μένει είναι το παρελθόν. Και μια πικρία…
Τα λεφτά πρέπει να τρώγονται ζεστά. Οι αγάπες καυτές. Και η ζωή σήμερα. Τώρα.
Όλα τα υπόλοιπα είναι παγίδες του Χρόνου, του Κρόνου, που τρώει τα παιδιά του. Ένα ακόμα βήμα χαμένο απ’ τη ζωή. Ένα ακόμα βήμα προς τον θάνατο…
Ήταν κάποτε ένας τύπος, που τυχαία γεγονότα της ζωής του τον οδήγησαν να κάνει το επάγγελμα του γευσιγνώστη. Δεν ήταν, πως απολάμβανε τόσο τα φαγητά και τα γλυκά, όσο τον γοήτευε η μυρωδιά τους, η όψη τους και πάνω απ’ όλα η προετοιμασία τους.
Τρελαινόταν να χώνεται στις κουζίνες των εστιατορίων και να χαζεύει τους μάγειρες και τους σεφ να κόβουν με γρηγοράδα τα διάφορα ζαρζαβατικά και τα κρέατα, να λιώνουν μυρωδικά και μπαχαρικά στο γουδί, να σβήνουν τις σάλτσες με κρασιά και λικέρ κι αυτές να τσιτσιρίζουν στο τηγάνι. Κι ο ίδιος να δοκιμάζει κάθε τόσο από κάτι, να παρακολουθεί την πορεία από το ωμό στο ψημένο, από τα συστατικά στο γευστικό αποτέλεσμα του συνόλου.
Κάποια στιγμή λοιπόν, γοητευμένος απ’ όλη αυτή τη διαδικασία, αποφάσισε ν’ ανοίξει δικό του ρεστοράν. Διάλεξε ένα όμορφο μαγαζί, πήρε έναν απ’ τους καλύτερους σεφ, που είχε γνωρίσει στα χρόνια της δουλειάς του ως γευσιγνώστης κι έστησε μια από τις πιο επιτυχημένες επιχειρήσεις της πόλης. Ο ίδιος φρόντιζε προσωπικώς, ώστε όλα να είναι καλοβαλμένα, καθαρά και περιποιημένα. Και όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν…
Τα χρόνια περνούσαν, το ρεστοράν ανθούσε, ο γευσιγνώστης πλούτιζε. Όμως πάντα ένοιωθε πως κάτι λείπει από το μαγαζί του, πως κάτι έπρεπε να κάνει ακόμα. Καθώς ο ίδιος είχε αρχίσει να μεγαλώνει και να κουράζεται, δεν φρόντιζε τόσο πολύ τα πράγματα πια, τα είχε αφήσει να τα αναλάβουν οι διάφοροι υπάλληλοί του, όμως κι αυτοί τα πήγαιναν μια χαρά από μόνοι τους. Όλα δούλευαν ρολόι.
Μια μέρα ο γευσιγνώστης αποφάσισε να μην πάρει τ’ αυτοκίνητό του να πάει από το σπίτι του στο μαγαζί, έτσι για αλλαγή, να περπατήσει και λίγο. Καλό θα του έκανε. Έτσι όπως βάδιζε λοιπόν, περνώντας από ένα στενό δρομάκι και μπροστά από έναν κηπάκο, τον χτύπησε στη μύτη μια πολύ περίεργη μυρωδιά. Γνωστή μυρωδιά, αλλά τόσο έντονη, που τον έκανε με μιας να αναζητήσει την πηγή της.
Ακολουθώντας την όσφρησή του, πέρασε την πορτούλα του κηπάκου και κατευθύνθηκε προς την παλιά μονοκατοικία, που κρυβόταν πίσω από τα δέντρα, τους κισσούς, και τα αγριόχορτα του παραμελημένου κήπου, που είχαν γίνει κι αυτά ψηλά σαν μικρά δεντράκια. Με έκπληξη είδε, πως εκεί πίσω κρυβόταν ένα μικρό εστιατόριο, μαγεριό θα το έλεγες. Και η μυρωδιά, αυτή η τόσο γνωστή, γλυκόπικρη μυρωδιά, δεν ήταν άλλη από τη μυρωδιά της κανέλας.
Άρωμα κανέλας
Έσπρωξε την πόρτα, που άνοιξε με δυσκολία και τρίζοντας -προφανώς απ’ τα χρόνια και την έλλειψη μιας κάποιας δέουσας συντήρησης. Δεν είδε κανέναν και χώθηκε απρόσκλητος στην κουζίνα. Τα πάντα ανέδιδαν μια αίσθηση παλιού, παρακμής, εγκατάλειψης. Προσπαθώντας να διακρίνει κάτι πίσω από τους ατμούς και τις κατσαρόλες, ανακάλυψε τελικά στο βάθος μια ηλικιωμένη γυναίκα που μαγείρευε. Πλησιάζοντας λίγο περισσότερο, την είδε να ρίχνει κάτι σε μια κατσαρόλα. Κοίταξε καλύτερα. Η γυναίκα έριχνε με πάθος στο φαγητό –τι άλλο;- κανέλα. Πολλή κανέλα!
Δεν πήρε χαμπάρι την παρουσία του, έτσι βγήκε κι εκείνος απ’ την κουζίνα αθόρυβα, όπως μπήκε. Αποφάσισε όμως, ότι δεν πειράζει ν’ αργήσει μια μέρα στο μαγαζί, δεν έκανε πια και κανένα κακό. Ήταν περίεργος να δοκιμάσει και πάλι ένα φαγητό άλλο, ένα φαγητό που του είχε σπάσει τη μύτη η γλυκόπικρη μυρωδιά του. Ένα φαγητό φτιαγμένο από μια ξένη γυναίκα, σε ένα παράξενο μέρος, που του είχε μετά από χρόνια εξάψει την φαντασία. Κάθισε λοιπόν σε ένα απ’ τα τραπεζάκια και περίμενε υπομονετικά.
Μετά από αρκετή ώρα, η γυναίκα βγήκε απ’ την κουζίνα και δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την έκπληξη της, που είδε πελάτη στο μαγαζί. Έτρεξε κοντά του, τον χαιρέτησε ευγενικά και τον ρώτησε, αν θα ήθελε κάτι να πιει. Εκείνος απάντησε, πως όχι, ήθελε μόνο να δοκιμάσει από ‘κείνο το φαγητό, που μοσχοβολούσε κανέλα. «Μα σε όλα μας τα φαγητά βάζουμε κανέλα!» απάντησε με στόμφο η ηλικιωμένη γυναίκα, «δεν είδατε την πινακίδα απ’ έξω; Άρωμα Κανέλας!»
Η αλήθεια ήταν, πως δεν είχε προσέξει καμία πινακίδα μες στα φυτά και τη μούχλα του τοίχου. Της ζήτησε τότε να του φέρει, ό,τι εκείνη θεωρούσε, πως φτιάχνει καλύτερα και μετά από λίγη ώρα γευόταν ένα υπέροχο κοκκινιστό κρέας -τίγκα στην κανέλα- συνοδευόμενο από πατάτες φούρνου -επίσης τίγκα στην κανέλα. Αυτό τον ξένισε λίγο στην αρχή, αλλά σιγά-σιγά άρχισε να συνηθίζει την παράξενη συνταγή και μάλιστα να την απολαμβάνει. Μόλις τελείωσε το γεύμα του, θέλησε να δοκιμάσει και κάποιο επιδόρπιο και η γλυκιά γυναίκα του έφερε ένα ρυζόγαλο με πολλή-πολλή κανέλα. Αυτό του το κέρασε κιόλας.
Ο γευσιγνώστης έφυγε απ’ το μαγαζί με την γλυκόπικρη γεύση της περισσής κανέλας στο στόμα. Του έμεινε αυτή η αίσθηση όλη τη μέρα και όταν πια νύχτωσε και έπεσε για ύπνο, το μυαλό του συνέχισε να περιπλανάται κάπου ανάμεσα στον κήπο και την κουζίνα αυτής της μυστήριας γυναίκας. Στο όνειρό του μάλιστα είδε τον εαυτό του να τριγυρνάει ανάμεσα σε βουνά κανέλας, να κυλιέται πάνω της, να βυθίζεται μέσα της… Ένοιωθε σχεδόν ηδονή…
Η Γνωριμία «Τι περίεργο», μονολόγησε το άλλο πρωί, γλείφοντας από τα χείλη του φανταστικά ίχνη κανέλας. Έπλυνε το πρόσωπό του, ξυρίστηκε και πήγε για τις καθημερινές προμήθειες του μαγαζιού. Για μια ολόκληρη ημέρα ξέχασε την ύπαρξη του παράξενου μέρους. Την επόμενη, οδηγώντας το αυτοκίνητό του, ασυναίσθητα έστριψε στο στενό δρομάκι κι έριξε μία γρήγορη ματιά προς τα ‘κεί. Όμως όχι. Έδειχνε κλειστό. Κάπως απογοητευμένος συνέχισε το δρόμο του…
Αυτό συνεχίστηκε για μέρες. Η διαδρομή του περνούσε πια καθημερινά μπροστά από το μαγεριό. Και πάντα το έβρισκε κλειστό. Κάποια ανεπαίσθητα σημάδια έδειχναν όμως, πως και κάποιος άλλος περνούσε από ‘κεί: Ξεδιπλωμένο το λάστιχο του ποτίσματος, ένας άδειος τενεκές λάδι, αφημένος πρόσφατα δίπλα στο πορτάκι του κήπου…
Μετά από δυο βδομάδες περίπου, μια ριπή ανέμου έφερε μαζί της τη μαγική μυρωδιά μέσα απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου του. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά γρηγορότερα κι ο γευσιγνώστης βρέθηκε να παρκάρει ξαφνικά μπροστά απ’ το απέναντι σπίτι και να σπρώχνει πάλι με δύναμη την παλιά πόρτα…
Την ώρα, που τον σέρβιρε η γυναίκα, άκουσε τον εαυτό του να λέει: «Θα θέλατε να μου κάνετε λίγη παρέα; Συνάδελφος είμαι κι εγώ. Το «La Simplicité» εδώ πιο κάτω, αν έχετε υπ’ όψιν σας…” Εκείνη δέχτηκε διστακτικά, φέρνοντας μαζί της και μια καράφα μαυροδάφνη. Την έλεγαν Μαρία, τον έλεγαν Αλκαίο (συχνά τον συνέδεαν με το λυρικό ποιητή της αρχαιότητας, μα φευ! αυτός ήταν τόσο πεζός...) Η Μαρία δεν το σχολίασε, ήταν σχεδόν όλη την ώρα αμίλητη. Ο Αλκαίος με κάποια έκπληξη διαπίστωσε, πως δεν ήταν τελικά και τόσο ηλικιωμένη: ίσως μερικά χρόνια μεγαλύτερη από τον ίδιο. Μια περιρρέουσα θλίψη προσέθετε χρόνια στην αύρα της και ξεγελούσε το μάτι από μακριά.
Ήταν ήσυχα πολύ. Ένα ραδιόφωνο στην κουζίνα έπαιζε ανδαλουσιάνικα ταγκό από γρατζουνισμένους δίσκους. Μια απόκοσμη νοσταλγία αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα. «Και το Άρωμα Κανέλας;» την ρώτησε διακριτικά «Σας αρέσει τόσο πολύ η κανέλα;» Τότε η Μαρία –λες και μιλούσε κάποιος άλλος με τη δική της φωνή-, άρχισε να διηγείται μία παράξενη ιστορία, για έναν άντρα, έναν παράφορο έρωτα, μία νύχτα σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο, που ερωτευμένοι μάσαγαν ξύλα κανέλας (κάποιος τους είχε πει πως είναι αφροδισιακή), και ένα ξύπνημα με τον άντρα νεκρό στο πλάι της, να αναδίδει ακόμα στο χώρο άρωμα κανέλας…
«Ακόμα έτσι θα μυρίζει, είμαι σίγουρη» απεφάνθη στο τέλος της διήγησης «Από τότε έχω συνδυάσει την κανέλα με τον έρωτα και το θάνατο. Ίσως έτσι ήταν από πάντα, ίσως γι’ αυτό να έχει αυτήν τη γλυκόπικρη γεύση. Εγώ βάζω βέβαια πολλή. Θέλω να περνάει η γλύκα από τον ουρανίσκο, αλλά στο τέλος να μένει σε όλους η πικρίλα… όπως έμεινε και σε μένα…»
Είναι κι αυτό μια μορφή έκφρασης, σκέφτηκε μελαγχολικά ο Αλκαίος. Μία τέχνη…
Είναι κάτι στιγμές, που χτυπάνε φλέβα. Που κάνουν κλικ μες στο μυαλό σου και όλα ξεκαθαρίζουν. Που επιτέλους καταλαβαίνεις. Είναι περίεργο. Μπορεί να είσαι καθηλωμένος σ' ένα σημείο χρόνια. Και άξαφνα να δεις. Πίσω από τις λέξεις και τα σημάδια. Το νόημα των πραγμάτων. Η αλήθεια σε χτυπάει κατακούτελα. Μπορεί να είναι πικρή, μπορεί να φωτίσει άνυδρο τοπίο. Όμως κάπου είναι και λυτρωτική. Όλα με μιας μπαίνουν στην θέση, που τους αρμόζει. Μπορείς πια να προχωρήσεις…