Νοιώθω λίγο κουρασμένη. Ψιλοάϋπνη, στεναχωρημένη με έγνοιες άλλων, έτσι κι αλλιώς εκκρεμής κι αναποφάσιστη στη δική μου ζωή…
Δεν ξέρω, πώς να βοηθήσω κάποιον, τι να του πω, τι να κάνω για να δει τα πράγματα λίγο πιο χαλαρά, λίγο πιο φωτεινά… Δεν ξέρω καν αν έχουν αξία τα λόγια για τους ανθρώπους. Για μένα έχουν. Μεγάλη. Μπορεί κάποιος να με σκοτώσει ή να με αναστήσει με τα λόγια. Κρέμομαι απ’ το στόμα του άλλου, όταν τον πιστεύω.
Όμως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Κι οι πράξεις είναι δύσκολες… σχεδόν ακατόρθωτες. Μπορείς να δώσεις το χρόνο σου και την αγάπη σου, όμως στην ουσία δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, για να βοηθήσεις τον άλλον πρακτικά. Πρέπει να βρει μόνος του την άκρη, αλλιώς γίνεσαι δεκανίκι. Καθιστάς τον άλλον ανάπηρο για πάντα. Γι’ αυτό δεν πιστεύω και στην ελεημοσύνη.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τον βοηθήσεις να σταθεί στα δικά του πόδια, δεν ξέρω με ποιον τρόπο… με όποιον τρόπο διαθέτεις και είναι ο άλλος έτοιμος να δεχτεί. Μόνο αυτό όμως, μέχρι εκεί. Όλα τα άλλα αποτελούν υποτίμηση έως και υποσυνείδητη κακία. Νοιώθεις ανώτερος, νοιώθει κατώτερος.
«Ουδείς» λέει «πιο αχάριστος του ευεργετηθέντος». Και καλά κάνει.
Γιατί ίσως και «Ουδείς πιο ιδιοτελής του ευεργετώντος».
Όταν είσαι φίλος δεν ευεργετείς, ούτε οικτίρεις, ούτε ελεημονείς. Στέκεσαι μόνο δίπλα στον άλλον, ως ίσος προς ίσον, τον ακούς, του μιλάς, τον αγγίζεις… Δεν προσπαθείς να τον πείσεις, μόνο να τον κάνεις να νοιώσει, πως δεν είναι μόνος του σ’ αυτήν τη ζωή και κυρίως πως έχει τη δύναμη ν’ αντεπεξέλθει σε όλα.
Γιατί αυτή είναι η μόνη αλήθεια, που μπορείς να του χαρίσεις.
Η μόνη αλήθεια, που έχουμε… ο εαυτός μας…