Ήτανε 20 ετών κι αγάπησε παράφορα. Δεν ήταν αγράμματη, ούτε καμιά του δρόμου. Μια συνηθισμένη, καθημερινή κοπέλα ήτανε, με τα σχολεία της και τα φροντιστήριά της. Κι η οικογένεια νορμάλ. Στα πλαίσια της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας. Ίσως με τη μόνη διαφορά, πως με κάποιον αδιόρατο τρόπο τής είχαν εμπνεύσει την επιθυμία να δίνεται με πάθος και ολοκληρωτικά…
Ο Ν μεγαλύτερος, γύρω στα 26. Ένας κοινός τύπος κι αυτός, με μια μισοτελειωμένη σχολή και δουλειές εποχιακές. Έδειχνε πολύ ερωτευμένος μαζί της και την είχε βασίλισσα. Μόνο που… μόνο που σεξουαλικά ήταν λίγο μυστήριος. Όλο ήθελε κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό. Αφού την είχε στριφογυρίσει πολλάκις στο κρεβάτι, ώστε να την έχει διαθέσιμη απ’ όλες τις πάντες, άρχισε να της μιλά για τη γειτόνισσα και πόσο θα ανέβαζε τη σχέση τους μία παραλλαγή.
Εκείνη στην αρχή στεναχωρήθηκε πολύ και τσίνησε, αλλά ο Ν ήξερε να την φέρνει βόλτα. Της εξήγησε, πως ο έρωτας είναι να επιθυμείς την επιθυμία του άλλου. Να ικανοποιείσαι με την ηδονή στα μάτια του αγαπημένου σου, απ’ όπου και αν αυτή προέρχεται. Και πως η γειτόνισσα έτσι κι αλλιώς θα ήταν ένα εργαλείο στα χέρια των δυο τους. Τίποτα παραπάνω. Μία περαστική.
Η Π τελικά ενέδωσε -τον αγαπούσε τόσο!- και η γειτόνισσα μετακόμισε στο διαμέρισμά τους, να μην πληρώνει και τσάμπα νοίκι. Με τον καιρό έγιναν κολλητές. Μέχρι που της άρεσε κιόλας η κατάσταση… Εκείνος όμως άρχισε να τσαντίζεται με τη φιλία τους και κάποια ωραία πρωία, η γειτόνισσα βρήκε τα ρούχα της στο δρόμο κι η Π έφαγε ένα περιποιημένο χέρι ξύλο. Πρώτη φορά γινόταν αυτό, αλλά κάπου ένοιωθε πως είχε κι εκείνος τα δίκια του: σχεδόν τον είχε παραμελήσει…
Μετά απ’ αυτό το συμβάν, ο Ν έδειχνε να βαριέται αφόρητα -δεν είχε και δουλειά- κι άρχισε να φέρνει φίλους στο σπίτι για να περνάει την ώρα του. Έπιναν, έβλεπαν ματς, έπαιζαν χαρτιά… Κάπως την κοίταζαν όμως οι φίλοι: υπονοούμενα, γελάκια… Ένας της έβαλε μια φορά χέρι στα ίσα κι ο δικός της μονάχα χασκογέλασε πάλι και πέταξε κάποια πρόστυχη ατάκα.
Δεν έδωσε πολλή σημασία μέχρις ότου ένα βράδυ ο συγκεκριμένος φίλος έμεινε αργότερα από τους άλλους. Εκείνη είχε ήδη ξαπλώσει, όταν τους είδε να μπαίνουν μαζί στο δωμάτιο κι ο Ν της ψιθύρισε στ’ αυτί τρυφερά: «Έλα μωρό μου, ξύπνα, έχουμε έναν επισκέπτη να περιποιηθούμε»… Η Π έκανε ν’ αντιδράσει, μα της έκλεισε απαλά το στόμα κι άρχισε να τη γδύνει μπροστά στα ξαναμμένα μάτια του φίλου του. Εκείνη τη νύχτα την πήρε μόνος του, με τον φίλο αμέτοχο να αυτοϊκανοποιείται στη θέα τους.
Ο φίλος ξανάρθε και ξανάρθε… Είχε αρχίσει να συνηθίζει την παρουσία του στο χώρο. Τι ποιο φυσιολογικό από το να πέσει κι εκείνος μαζί τους; Πάλι και πάλι και πάλι… Και οι ρόλοι με τον καιρό αντιστράφηκαν· ο Ν κοίταζε κι ο άλλος δρούσε… Το παράπονο της Π, πως κόντευε πια να μην την αγγίζει, ήρθε αντιμέτωπο με την ειλικρινή εκμυστήρευσή του: ανέκαθεν αυτό του άρεσε περισσότερο και θά 'πρεπε να είναι ευτυχής, που μπορούσε να του προσφέρει αυτό που τόσο επιθυμούσε. Έτσι θα έμενε εξάλλου για πάντα δικός της…
Σιγά-σιγά άρχισε να της φέρνει κάθε φορά διαφορετικό άντρα. Ενίοτε και δύο μαζί. Κι εκείνη όλα τα άντεχε, όλα τα υπέμενε… Δεν ήθελε να τον χάσει… Ώσπου κάτι περίεργο πήρε το μάτι της: κάτι κρυφόλογα στην πόρτα και κάποιος απ’ αυτούς να δίνει στον Ν λεφτά. Όταν τον ρώτησε σχετικά, της είπε να μην ανακατεύεται στις αντρικές δουλειές και πως συνέχεια τον έβαζε στη θέση του υπόλογου. Κι έπεσε για ύπνο ολίγον τι μεθυσμένος και βαθιά ενοχλημένος από την στάση της.
Η Π άρχισε να παρατηρεί: ο αγαπημένος της έπαιρνε λεφτά απ’ όλους. Τότε της μπήκε η ιδέα στο μυαλό, μήπως πληρωνόταν για τις δικές της «υπηρεσίες». Κι όταν κάποτε αρνήθηκε να κάνει αυτό που τόσον καιρό έκανε για χάρη του, έφαγε για δεύτερη φορά ξύλο, αλλά αυτήν τη φορά βαρύ: «Τι νομίζεις πως είσαι, μωρή; Μία πουτάνα είσαι», αντηχούσε στ’ αυτιά της η φωνή του, καθώς την έπαιρναν αιμόφυρτη με το φορείο «και πάντα θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ. Γιατί είσαι η δική μου πουτάνα. Ακούς; Δική μου!»
Κι η αγάπη της πλούτισε εκείνην τη νύχτα -με φόβο- και έμεινε για χρόνια πολλά κοντά στον αγαπημένο της… Και τους φίλους του… Σήμερα είναι πια μόνη και μπορεί κανείς να την πετύχει τις νύχτες στη Σκουφά. Λίγο γερασμένη βέβαια και ταλαιπωρημένη, αλλά χορτάτη από έρωτα… Εξάλλου αυτό δεν ζητούσε πάντα απ’ τη ζωή της; Να δίνεται;