Η θλίψη του τέλους
Ξύπνησα με τη μπάντα του δήμου να παίζει τα κάλαντα. Μια νότα έγινε χαραμάδα, με οδήγησε το πρωί στο όνειρο. Σε μια ζωή άλλη, παράλληλη και χαμένη… Έγινε τραγούδι ολόκληρο. Νοσταλγικό, γλυκό, θλιμμένο και τρυφερή αγκαλιά. Ξύπνησα με την επιθυμία να το μοιραστώ. Να το φέρω μαζί μου στο φως. Το ξέρω, εις μάτην… μα πάντα θα το λαχταρώ.
Τελευταία ημέρα ενός χρόνου πονεμένου και ανατρεπτικού. Κάθε μου βεβαιότητα έγινε κόκκινο, υφαντό χαλί με κρόσσια και στην ούγια έγραψε «Tέλος». Χειμώνας… Οι αναμνήσεις με παγώνουν και με στέλνουν να κουλουριάζομαι στα παπλώματα του Moρφέα. Οι αναμνήσεις γίνονται όνειρα και με ξαναζεσταίνουν. Οι αναμνήσεις του παρελθόντος κι οι αναμνήσεις του μέλλοντος. Μα πιότερο οι αναμνήσεις απ’ τις χαμένες μου ζωές, εκείνες που αγάπησα και γλίστρησαν μέσα από τα χέρια μου, όπως γλιστράνε τα μεταξωτά σεντόνια όταν παλεύεις να τα διπλώσεις… να τα βάλεις σε τάξη και να τα φυλακίσεις στο συρτάρι.
Η πραγματικότητά μου μοιάζει τελευταίως σαν παρένθεση ανάμεσα στο πριν και στο μετά. Bάδιζα σε σκοινί χαλαρωμένο και πώς να με κρατήσει; Γλίστρησα κι εγώ και κρεμάστηκα σαν νυχτερίδα πάνω από γκρεμούς χαώδεις, περιμένοντας κάποιον να έρθει να με σώσει. Κανείς δεν θα με σώσει… όλοι χαζεύουν και βάζουν στοιχήματα, αν θα μπορέσω να πετάξω ή αν θα καταλήξω στην άβυσσο για πάντα…
Όμως εγώ απλά κοιμάμαι ανάποδα… όπως όλες οι νυχτερίδες. Θα ξυπνήσω κάποια νύχτα καλοκαιρινή απότομα, θα ανοίξω τα μάτια διάπλατα και θ’ αντικρύσω μια τεράστια σελήνη να μου χαμογελά και να μου γνέφει, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι «Ήρθε η ώρα». Και τότε θα πετάξω. Θα μεταμορφωθώ, θα σταθώ ξανά στα δυο μου πόδια και θα γενώ πάλι πριγκίπισσα. Τότε θα τρέξουν όλοι να με σώσουν. Το έχω μάθει πια το παραμύθι…
«Ας ήτανε αληθινό το όνειρο τ’ αποψινό…», αντηχεί στο μυαλό μου η φωνή του Μπιθικώτση απ’ τα χρόνια εκείνα τα παλιά της αθωότητας. Που όλα τα όνειρα μπερδεύονταν με την αλήθεια και έμενα ξύπνια περιμένοντάς τα να φανούν ντυμένα στ’ άσπρα.
Τώρα κλείνω τα μάτια και παρακολουθώ τις χρονιές να γίνονται γρήγορα αναμνήσεις, να γλιστρούν σαν τα μεταξωτά σεντόνια μέσα από τα χέρια μου κι εγώ να προσπαθώ πάντα να τις διπλώσω… Αυτήν τη χρονιά όμως θα την αφήσω τσαλακωμένη, να κείτεται για πάντα πάνω στο κόκκινο χαλί που γράφει «Tέλος», να περνάω, να την τσαλαπατάω και πότε-πότε κρυφά να πέφτω στο πάτωμα, να μυρίζω το άρωμά της και να κλαίω βουβά, μονάχη. Να συγκινούμαι και να ταξιδεύω στη βαθιά, βαθιά της αλήθεια.
Η νέα χρονιά θα είναι χρονιά διπλωμένη. Αυστηρή, πειθαρχημένη.
Η νέα χρονιά θα είναι πάλι μια αρχή, μία βάση για νέες, μελλοντικές περιπέτειες της ψυχής. Τα θεμέλια μπαίνουν πάντα με ιδρώτα, με κόπο, με ΠΡΑΞΗ. Πρέπει να περιμένω καιρό να χτιστεί το υπερώον, να κάτσω πάλι να ρεμβάσω.
Εύχομαι σε όλους μας το 2008 να εκπληρωθούν όχι οι ευχές, μα οι ανάγκες μας.
Αυτές οι βασανιστικές ανάγκες, που κρύβουν μέσα στην άχλη τους τ’ άστρα.
Εύχομαι το 2008 να κάνει επιτέλους για λίγο ξαστεριά.
...