Η Λιλίκα στο τσίρκο…
Τα δειλινά την έπαιρναν από το χέρι τα στοιχειά
και την οδηγούσαν στον κόσμο του αδιόρατου.
Σ’ εκείνη την απόκοσμη ζώνη του «μεταξύ».
Τα στοιχειά εξαφανίζονταν πίσω από καμπύλες γωνίες
γελώντας χαιρέκακα
κι αφήνοντάς την πάντα μονάχη.
Μονάχη πάνω σε μια ροζ-μωβ κλωστή,
που με δυσκολία άντεχε το βάρος της
ακόμα κι αν αλαφροπατούσε σα γάτα.
Κάποιο στοργικό -είναι η αλήθεια- χέρι
την τραβούσε προς τα κάτω,
προς την αιώνια άβυσσο.
Κι ο ουρανός από πάνω έμοιαζε Αποκαλυπτικός·
γοητευτικός, μα και τρομακτικός
σαν όλους τους αγνώστους…
Ρίχνοντας βιαστικές ματιές ολόγυρα
-όχι πια πίσω· θυμόταν τόσο καλά τι είχε προσπεράσει-
κάρφωνε εν τέλει το βλέμμα μπροστά:
στο κενό ακόμα(;) μπροστά,
που ίσως κάποτε έκλεβε από τα παιδικά της όνειρα
τη διαύγεια…
[ακροβατώντας… πάντα ισορροπώντας και πάντα παραπαίοντας…]
...