Header Painting by Agapi Hatzi

Σάββατο, Ιανουαρίου 24, 2009

Αφιερωμένο στους φίλους μου






















Έκανε η ιστορία τον κύκλο της -όπως κάθε άλλη ιστορία-
και αποκοιμιέται μετρώντας προβατάκια πάνω στα πλακάκια της μνήμης
και παρέα με την απορία «τι θα γινόταν, αν...»
Ε... Ένας κόσμος εν δυνάμει, ζωές εν δυνάμει, αγάπες εν δυνάμει...
Αν έχει αξία ή όχι; Ίσως περισσότερο κι απ’ τα χειροπιαστά.
Κάτι τέτοια είναι που κάνουν την ψυχή μας να πετάει λίγο ψηλότερα.
Να απεγκλωβίζεται από τα πράγματα.
Δεν πειράζει...
Το μόνο που πειράζει είναι η πικρία που ίσως μένει από το απραγματοποίητο.
Αλλά και γι’ αυτό δεν φταίει κανείς...
μονάχα η προσκόλλησή μας σ’ αυτό που με τόσον στόμφο αποκαλείται «πράξη».
Ναι... η πράξη πραγματώνει το χρόνο,
όμως η φαντασία τον ακυρώνει.
Επιλογές...

----------------

Το πρακτέο αναπόφευκτα γεννιέται και πεθαίνει
Κι αργά ή γρήγορα είναι ένα «γεγονός»
Ίσως κι ακόμα... δεδομένο.
Μια μετοχή παρακειμένου

-ενεργητική/παθητική-

Το εν δυνάμει όμως πάντα «παρών»· κι αέναο παρόν
Στα πατώματα του είναι,
Στα κελάρια, στις σοφίτες...
Θλιμμένο, παραπεταμένο, αλλά εκεί: «Παρών!»



Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2009

Ψιλοκουβεντούλα...





















Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και πρησμένα από το κλάμα των προηγούμενων ημερών.
Γιατί έκλαιγε; Ούτε κι η ίδια ήξερε... Δεν έβρισκε από πουθενά να αρπαχτεί, όπως έκανε παλιότερα.
Όλα της φαίνονταν σαθρά και άνευ αξίας.

«Τι σου φταίει, γλυκιά μου;», ηχούσε ακόμα στ’ αυτιά της η ερώτηση της Π.
«Τι είναι αυτό που σου γεμίζει την ψυχή τοξίνες και την κάνει να σέρνεται σαν ύστερα από τεράστιο γλέντι;»

Ποτέ της δεν αποφάσισε τι απ’ τα δύο προτιμά: το γλέντι ή το ευχάριστο ξύπνημα;
Έτσι κι αλλιώς όμως τώρα το γλέντι ήταν πίσω της και τα σημάδια του στο διηνεκές...
Τι μου φταίει, τι μου φταίει;

Μήπως αυτό;
«Αυτό ή ό,τι περιμένεις απ’ αυτό; Αυτό ή οι μεγάλες προσδοκίες;»
Χμμμ...

«Πάντως, δεν θέλεις να βάλεις κι άλλα δηλητήρια μες στον οργανισμό σου... πίστεψέ με...»
Όχι, δεν ήθελε να προσθέσει τίποτα... έπρεπε μόνον να αφαιρέσει...

Ποιο μαχαίρι όμως ν’ αρπάξει και τι να πετσοκόψει με δαύτο;
«Και αν τό ‘βρω, Θε μου, θα μου δώσεις τη δύναμη να τ’ αποχωριστώ;»

------------

Η Π διέκρινε την απελπισία στα μάτια της.
«Είναι αναπόφευκτο, γλυκιά μου, για έναν άνθρωπο σαν εσένα να φτάσει κάποτε σ’ αυτό το σημείο.
Τίποτα δεν τον γεμίζει, τίποτα δεν τον εκπλήσσει πια. Το μόνο που του μένει είναι να εκπλήξει τον εαυτό του...»

Έπρεπε λοιπον να κάνει την έκπληξη; Να πηδήξει τη μαύρη αγελάδα;
Πάντα της έρχονταν τέτοιες βλακειούλες στο μυαλό, όποτε είχε να σκεφτεί κάτι σημαντικό.

«Υπεκφεύγεις...», θυμήθηκε τα λόγια του Μ.

Ναι, πάντα υπ-εξέφευγε... από τον ίδιο της τον εαυτό...
Και πάντα κάτι υπό-/υπέρ-/επί τ’ αυτά... της ξέφευγε... από τον ίδιο της τον εαυτό...


Τρίτη, Ιανουαρίου 06, 2009

Ένα κλικ δεξιά...

















Βρήκα το όνειρο:
Θα τρέχω στις αγορές του κόσμου,
Θα ψαχουλεύω τ’ απομεινάρια των εξαθλιωμένων τους ζωών
Τα μικρά αριστουργήματα των ροζιασμένων τους δαχτύλων
Θα ψειρίζω κάθε μικρό ανεκτίμητο τους θησαυρό
Θα τους προσφέρω ψίχουλα
Μιας και ποτέ δεν ήξεραν, ούτε ποτέ θα μάθουν
Τα κατορθώματά τους
Κι ύστερα θά ‘ρχομαι στους πλούσιους
Και θα εναποθέτω το χρόνο και το γούστο μου
Προς τέρψιν των αδηφάγων τους βλεμμάτων...

Θα γίνω ένας έμπορος κι εγώ,
Κι έτσι θα διάγω ευτελώς
-αλλά πολυτελώς,
Τα ρέστα της ζωής μου.

Μόνωση

Τα τακουνάκια ακούγονται καλά μονάχα στα φτηνά πλακάκια.
Αλλιώς δεν έχουν νόημα, δεν έχουν πλάκα...




















Οι ήχοι της πλατείας σκάνε σαν κύματα πάνω στα τριπλοπαράθυρα
Και αποσύρονται.

Η πόλη ξάπλα σα μεθυσμένη ρακοσυλλέκτρια
μέχρις εκεί που της κόβει τη φόρα το νερό,
-ευτυχής συγκυρία.

Κι ο ουρανός αργά τ’ απόγευμα
κραδαίνει μπρος στα μάτια μας
το βραδυφλεγές μυστικό του.

Εκ φύσεως τυφλοί
Κάτι ψυχανεμιζόμαστε...


[Να πέσει το σκοτάδι
Ν’ ανάψουμε τα φώτα, να κρύψουμε τ’ άστρα!]


Πίνουμε να ξεχάσουμε
όσα ποτέ δεν θυμηθήκαμε στ’ αλήθεια.


Κυριακή, Ιανουαρίου 04, 2009

Μείνε απλώς ακίνητη... λέει...

...πρόσεχε μόνον μην παγώσεις...




Έσπασε η μέση από τις πολλές μετάνοιες της θειάς... πια
Μετάνοιες άνευ πίστεως κιόλας,
ακολουθούσε μονάχα το τελετουργικό των παλιότερων

Μένουν κάτι τέτοια, τα φέρνεις βόλτα ερήμην

Έφτασε στο σημείο να συρθεί μέχρι τα πάνω-πάνω,
ήθελε κι αυτή να προσκυνήσει το προσωπικό της φάντασμα

Τι σπατάλη... Πάν’ και τα γόνατα

Να φύγει όμως να πάει πού;
Στο νησί μεγάλωσε,
εκείνο με τις χιλιάδες εκκλησιές και τα εκατοντάδες σκαλοπάτια...
πιάναν και πάγο μετά το δειλινό

Πού να καταφύγει η άμοιρη ν’ αφουγκραστεί το τίποτά της;