Πριν κανά-δυο μήνες...
Στα σκοτεινά σοκάκια γύρω από την τεράστια, κυκλική πλατεία,
που γίνονται τα ντήλια ανάμεσα στους μετανάστες κάθε φυλής,
στέκονταν μονάχα κάτι αποκαμωμένες πουτάνες,
πρεζόνια που ξερνούσαν ακουμπισμένα στους ξεφτισμένους τοίχους
και γέροι ξεχασμένοι κι από την ίδια τη ζωή.
Είχα χαθεί.
Έπρεπε να κάνω ολόκληρο το γύρο, να φτάσω πάλι στον σταθμό,
που είχε καταλάβει η Ινδική Μαφία.
Μα δε μπορεί να κάνει κάτι η κυβέρνηση γι’ αυτό; αναρωτήθηκα…
Κατέβηκα σκάλες πολλές, ατελείωτες, μέσα από ορόφους σκονισμένους,
σαν εγκαταλελειμμένες βιοτεχνίες του παλιού καιρού, κουρεία και ραφεία,
και σαν έφτασα πια επιτέλους κάτω, μπρος από την κλειδωμένη έξοδο
αντίκρισα μία κοπέλα -σαν ξένη νά 'μοιαζε κι αυτή.
Απελπισμένη και γεμάτη αίματα παραμόνευε μ’ ένα όπλο στο χέρι
να πάρει εκδίκηση απ' όποιον θα άνοιγε από στιγμή σε στιγμή εκείνη την πόρτα,
που σ’ έβγαζε ξανά στον δρόμο…
Μια φίλη της κρυβόταν στο σκοτάδι πίσω της, backup και συμπαράσταση.
Προσπάθησα με τα λόγια να την ηρεμήσω και κλαίγοντας μου έδωσε το όπλο,
όταν μία γυναίκα με σκληρά χαρακτηριστικά ξεκλείδωσε
και μπήκε λίγο από το φως του ηλίου στο σκοτεινό δωμάτιο.
Ολοφάνερα γνωρίζοντας εκ των προτέρων τις προθέσεις της δύστυχης κοπέλας,
έβγαλε με μιας από την τσέπη της ένα πιστόλι και τη σκότωσε ανενδοίαστα,
κι αυτή και τη φίλη της.
Όσο για μένα, απέμεινα να κοιτάζω τη σκηνή
κρυμμένη πίσω από κάτι σαν οδόφραγμα της γαλλικής επανάστασης,
σημαδεύοντας την άγνωστη γυναίκα με το όπλο
στο ανίκανο -ή μήπως όχι;- να πυροβολήσει χέρι μου.
Μετά… ξύπνησα.