Just... so...
Στήνουν αυτί τα ξωτικά να ακούσουνε φωνή ανθρώπου.
Τα μαντάτα φθάσανε στο δάσος από πολύ παλιά,
όταν τ’ αθάνατα ήταν ακόμα μικρά και τους λέγανε ιστορίες οι θεοί,
να κοιμηθούν τα βράδια.
Δεν ξέρανε ακόμα ούτε τι λογής ανία τα περιμένει μέσα στο ατέρμονο βρίσκεσθαι.
Υπάρχειν, ούτως ειπείν.
Μερικά είπαν να κόψουν τα μυτερά αυτιά τους, να πάψουν να ακούνε, να μαθαίνουν,
να σχηματίζουν βεβαιότητες μέσα στο επίσης μυτερό κεφάλι τους…
Τα υπόλοιπα, εκεί: ψάχνουν ν’ ακούσουν άνθρωπο.
Ό,τι -λέει- έχει κάποτε ειπωθεί, ό,τι έχει πάρει μορφή μέσα στη φαντασία,
δε μπορεί παρά να υπάρχει.
Άλλη μια τραγικά αβέβαιη βεβαιότης…
Ένα αθάνατο είχε λέει μάλιστα κάποτε δει έναν χοντρό άνθρωπο
να κάθεται οκλαδόν και να γελάει.
Σωστό… ένας θνητός δεν έχει να κάνει τίποτα καλύτερο από το να γελάει.
Μόνον αυτό του χάρισαν οι θεοί, όταν τον φτιάξανε· για να γελάνε οι ίδιοι...
Έτρωγε φαγητά πλούσια και λιπαρά και έπινε κρασί και άκουγε χωρίς ν’ ακούει
-τα είχε ακούσει όλα, τα ήξερε όλα κι όλα τα είχε δεχθεί-
και γέλαγε…
«Έζησα πολύ», συνήθιζε να λέει «και τα περισσότερα μου χρόνια πειθαρχημένα.
Το μονοπάτι για να φτάσω στο τώρα ήταν γεμάτο δάκρια και πόνο.
Όλη μου η γνώση –η τόσο δύσκολα κατακτημένη- έπεσε μιαν αυγή από πάνω μου
σαν παλιό πουκάμισο φιδιού κι έγινε ένα με το χώμα.
Αποκοιμήθηκα και ξύπνησα άδειος σα νεογέννητο,
με μνήμες αδρές κι αδιάφορες,
μα στο στόμα μου είχε φυτρώσει το χαμόγελο.
Δεν είχα παρά να κάνω -εσκεμμένα πια- μία γκριμάτσα παραπάνω.
Κι έγινε γέλιο.
Κάποτε θα πέσω ολόκληρος σαν πουκάμισο φιδιού στο χώμα.
Τι θα φυτρώσει άραγε τότε;»
Αυτά τους λέγανε στα ξωτικά για bed time story
και από τότε τα έχει φάει κι αυτά η περιέργεια…
τι να φυτρώνει άραγε;