Έπαιξα λίγο ένα παιχνίδι με ζάρια. Είναι βασικά παιχνίδι τύχης με κάποια ψήγματα «μεθόδου».
Κερδίζουν κάποιοι συνδυασμοί, ενώ κάποιοι άλλοι σου αφαιρούν και τα κερδισμένα, εάν συνεχίσεις να παίζεις τη γύρα.
Με το που έπαιξα, μάζεψα περισσότερους πόντους από ανθρώπους που παίζουν καιρό. Απόρησα.
«Η τύχη του πρωτάρη», σκέφτηκα. Συνέχισα να παίζω λίγο.
Και άρχισα να έχω το συναίσθημα πως το παιχνίδι με «τιμωρεί» για κάθε μου ρίσκο
και για κάθε εύνοια της τύχης στην προηγούμενη ζαριά.
Το συναίσθημα της ενδεχόμενης «τιμωρίας» με έκανε να παίζω πιο συμβατικά
με αποτέλεσμα να μη μπορώ να μαζέψω πια πολλούς πόντους.
Έτσι κατάλαβα, γιατί δεν τα πηγαίνουν τόσο καλά και οι άλλοι: φοβούνται.
Παίζουν συγκρατημένα, να μαζέψουν ό,τι μπορούν χωρίς να χάσουν πόντους λόγω ρίσκου.
Το παρανοϊκό μου μυαλό άρχισε να σκέπτεται θεωρίες συνωμοσίας:
είναι πράγματι «ό,τι κάτσει», όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα -αν και υπάρχουν πολλές θεωρίες περί τυχαιότητας ή μη των πραγμάτων, αλλά δεν είναι της παρούσης-,
ή το πρόγραμμα του παιχνιδιού ενέχει την έννοια της «τιμωρίας»;
Γιατί αν είναι φτιαγμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκτός του γεγονότος πως δεν πρόκειται για ζάρια -ήτοι καθαρή τύχη-, θα μπορούσε να αποτελεί και μία πολύ ύπουλη προσπάθεια πλύσης εγκεφάλου:
«Μην ριψοκινδυνεύεις. Αρκέσου στα λίγα. Κάτσε στ’ αυγά σου. Παίζε αλλά χωρίς μεγάλες προσδοκίες.
Αν προκαλέσεις την τύχη σου, ο θεός του παιχνιδιού θα σε τιμωρήσει παίρνοντάς σου πίσω κι αυτά που είχες».
(Δεν είναι πως τα πιστεύω όλα αυτά, είναι που κάθε παιχνίδι είναι για μένα μια μεταφορά.
Κι αυτός είναι ο κύριος λόγος που μου αρέσει να παίζω.
Κάποτε είχα ονειρευτεί και το ύστατο παιχνίδι -την απόλυτη μεταφορά της ύπαρξης, της ζωής και του θανάτου-, όμως δυστυχώς… το ξέχασα σαν άνοιξα τα μάτια.
Είχε απομείνει μονάχα η αίσθηση της αποκάλυψης.
Πράγμα που μου είχε συμβεί άλλη μια φορά μες στην ομίχλη της Σαντορίνης και όντας όχι ακριβώς νηφάλια.
Πάλι το είχα ξεχάσει τότε. Πού θα μου πάει όμως;
Παίξε-παίξε, ονειρέψου-ονειρέψου, χάσου στο χάσιμο, ίσως κάποτε βρεθώ στην αλήθεια.)