Κάτι θέλω να γράψω, κάτι θέλω να πω. Έχω πολύ μεγάλη ακαταστασία μέσα μου.
Χύμα πεταμένα συναισθήματα, απόπειρες σκέψης, μνήμες, φόβους, ενοχές.
Έχω την αίσθηση πως ό,τι πάντα πρέσβευα είναι μια τεράστια μπούρδα
και πως όλα όσα κρατούσα μέσα μου ψηλά είναι τα κρεμαστάρια της αλεπούς:
δεν μπόρεσα ποτέ να ζήσω στο έπακρο, διότι με κατέτρεχε η άρνηση του κορμιού μου.
Ναός, Ιερό της ψυχής, κλείδωνε απ’ έξω ακόμα κι εμένα την ίδια.
Γυναίκα ούσα βεβαίως, κάτι τέτοιο μου φαινόταν απολύτως φυσιολογικό…
Έτρεφα μία τεράστια απέχθεια προς τις πουτάνες
-κι όταν λέω πουτάνες δεν εννοώ σε καμία περίπτωση αυτές που το κάνουν πολύ ή με πολλούς.
Εννοώ εκείνες που χρησιμοποιούν τη θηλυκότητά τους προς όφελός τους.
Σήμερα πλέον, μπορώ να πω με βεβαιότητα πως αν κι ακόμα κομπλεξικά τις απεχθάνομαι,
παράλληλα τις θαυμάζω, ή καλύτερα: τις ζηλεύω.
Δεν ενδίδω στον ωφελιμισμό, δεν είναι εκεί η αιτία της μεταστροφής μου.
Είναι εκείνο το use it before you lose it.
Το να πηδιέσαι δεν σημαίνει τίποτα.
Το να πηδιέσαι και να το φχαριστιέσαι είναι σαφώς άλλης ποιότητας.
Το να πηδιέσαι όμως, να το χιλιοευχαριστιέσαι και να κερδίζεις κιόλας μέσα απ’ αυτό τη ζωή σου, ε!
Αυτό είναι προχωρημένη ευφυία!!
Έλεγα παλιά πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σιχαμένο από το να πουλάς το κορμί σου.
Στη συνέχεια είδα πως έτσι κι αλλιώς πάντα κάτι πουλάς για να επιβιώσεις:
το πνεύμα σου, την δύναμή σου, την ταχύτητα, την ομορφιά, τα ταλέντα σου, τις γνώσεις, τις ιδέες…
Μπορεί κανείς να ιεραρχήσει ποια απ’ όλες αυτές τις συναλλαγές είναι προστυχότερη των υπολοίπων;
«Η πουτάνα δεν πουλάει απλά το σώμα της· πουλάει την ψυχή της», θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει.
Ας μην αναλωθούμε όμως καλύτερα στο ποιος πουλάει
-ή μάλλον δεν πουλάει την ψυχή του προκειμένου να αποκτήσει ό,τι διακαώς επιθυμεί-,
γιατί θα βγει μακράν θριαμβευτής ο Διάβολος.
Στην Αρχαία Ελλάδα οι εταίρες ήταν πρόσωπα σεβαστά,
οι μόνες γυναίκες που δικαιούνταν να παρακολουθούν τους ολυμπιακούς αγώνες και ανδρών σοφών διαλόγους.
Είχαν, αν θέλετε κερδίσει την ανεξαρτησία τους, μην παραχωρώντας τον εαυτό τους σε έναν άνδρα-αφέντη,
μα στο ανδρικό φύλο εν γένει ως παροχείς υπηρεσιών υψηλού επιπέδου.
Ήσαν με λίγα λόγια οι μοναδικές επαγγελματίες γυναίκες της εποχής κι αυτό πέραν όλων των άλλων
τους προσέφερε πρόσβαση στη γνώση και τη δυνατότητα της προσωπικής εξέλιξης.
Μία άλλη πλευρά της πλάνης μου ήταν πως οι πουτάνες ανοίγουν τα πόδια
και σιχτιρίζουν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκαν.
Πως δε νοιώθουν καμία απολύτως ηδονή και πως τα χείλη τους τα χαρίζουν μονάχα στο νταβατζή τους.
Συν τω χρόνω συνειδητοποίησα πως αν αυτό πραγματικά ισχύει για κάποιες γυναίκες,
είναι οι κλασικές, πατροπαράδοτες, παντρεμένες γυναίκες:
«Ανοίγουν τα πόδια και σιχτιρίζουν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκαν.
Δε νοιώθουν καμία απολύτως ηδονή και τα χείλη τους τα χαρίζουν μονάχα στο νταβατζή τους».
Οι πουτάνες τουλάχιστον, φαντάζομαι, μέσα από την εμπειρία θα έχουν μάθει να ικανοποιούν και τον εαυτό τους.
Αν και μάλλον το «είχαν» από πάντα, αλλιώς δεν θα επέλεγαν αυτήν τη σταδιοδρομία.
Είναι από τη φύση τους σεξουαλικά πλάσματα.
Και τι ωραιότερο από έναν άνθρωπο που έχει αποδεχθεί και έχει μάθει να διαχειρίζεται τη σεξουαλικότητα του;
Όχι, δεν μου αρέσει ακόμα το να πουλάς οτιδήποτε δικό σου,
όμως μου φαίνεται πως όλη αυτή η αποστροφή προς το συγκεκριμένο επάγγελμα
στηρίζεται στην ανηδονική ηθική πασών σχεδόν των θρησκειών
και στην ατέρμονη ζήλια και ανταγωνιστικότητα των γυναικών μεταξύ τους.
Οι κοινές γυναίκες μισούν τις «κοινές» γυναίκες, γιατί αρέσουν περισσότερο
και γιατί πληρώνονται κάνοντας τα ίδια και χωρίς μάλιστα να πλένουν τα πιάτα.
Έτσι κι αλλιώς πάρα πολλές γυναίκες είναι ερασιτέχνιδες πουτάνες
με την έννοια του «διαλέγω άντρα να με πληρώνει δια βίου».
Ε… οι άλλες διαλέγουν πολλούς και συχνά καταλήγουν με τον πλέον πλούσιο
και με το κεκτημένο δικαίωμα να παίρνουν όποιον θέλουν.
Αν προσέξετε γύρω σας, όλες οι σεβάσμιες φιλάνθρωπες κυρίες είναι πρώην πουτάνες.
Ειλικρινά, έχω την αίσθηση πως στην ζωή μου… την πάτησα!
Δεν θα γινόμουν ποτέ πουτάνα,
όμως μια επιτυχημένη "δημοσιογράφος" ας πούμε, θα μπορούσα να είχα γίνει...