Frank
Σού ‘χα πει για ‘κείνον τον ιδιαίτερο φιλαράκο που είχα μικρή; Που πηδιόμασταν και μετά το παίζαμε άσχετοι;
Το παίζαμε ή το έπαιζα μόνον εγώ; Δεν είμαι σίγουρη…
Μια νύχτα μου έκανε τρελή σκηνή μέσα στο μπαρ γιατί δεν του είχα πει ούτε μια καλησπέρα:
«Γι’ αυτό δεν έχει ακουστεί ποτέ τίποτα για σένα. Γαμιέσαι και μετά Κινέζα… Παλιοπουτάνα!»
Είχα μείνει κάγκελο· ανέκαθεν πίστευα πως οι άντρες γουστάρουν να γαμάνε και μετά ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Του πρόσφερα το ιδανικό, το τέλειο πιάτο… κι αυτός μου το πέταγε θιγμένος στα μούτρα.
Δεν πάψαμε βέβαια να συναντιόμαστε τα βράδια. Κι ήταν καλά… πολύ καλά.
Εκείνο το απελευθερωμένα καλά, το ερωτικό, που δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια γι’ αγάπες και λουλούδια.
Κοιμόμουν σπίτι του, ξύπναγα και περπάταγα μέχρι το σχολείο… να μάθω κι άλλα…
Ένα μεσημέρι μπήκα στον πειρασμό ν’ ανοίξω τα γράμματά του. Ποτέ δεν φημίστηκα για τη διακριτικότητά μου.
Το είπα… σιγά μην δεν τό ‘λεγα. Θύμωσε… σιγά μη θύμωσε. Τον τιμούσε η αγάπη μιας άλλης.
Και κάπως έτσι περπάτησε αυτή η ιστορία… και πήγε άπατη. Με βαρβιτουρικά μες σε ρηχή μπανιέρα.
Μετά από χρόνια τον ξαναείδα στα πατσατζίδικα της Αθηνάς. Ήτανε λιώμα… κι εγώ κάπως έτσι.
Φύγαμε αγκαλιά για κάποιο άδειο σπίτι που μού ‘χε τότε λάχει να κοιμάμαι. Δεν τον άφησα να με πηδήξει.
Όχι βέβαια από σεμνοτυφία, δεν τον ήθελα πια. Όλη τη νύχτα τριβόταν πάνω μου και ψιθύριζε τ’ όνομά μου.
Τελείωσε μονάχος του πάνω στα μπούτια μου.
Το πρωί τον φυγάδευσα προς την ταράτσα αγουροξυπνημένο, γιατί χτύπησε το κουδούνι η φίλη μου…
η φίλη που όψιμα μου είχε εκμυστηρευθεί πόσο τον ήθελε κι εγώ δεν είχα καρδιά, ούτε μυαλό, ούτε όρεξη να της πω την αλήθεια…
Έτσι κι αλλιώς ήταν κάτι περαστικό και περασμένο.
Τον συνάντησε κάποτε στη Γερμανία και της είπε πως δεν θέλει να με ξέρει… Δεν την πίστεψα.
«Της ρίχνει στάχτη στα μάτια», σκέφτηκα.
Πάρα πολλά χρόνια αργότερα έτυχε να του ξαναμιλήσω: είπε πως δεν θυμάται να μ’ έχει γνωρίσει στη ζωή του.
Ξαφνιάστηκα. Γλιστρούσα από το πιθανό αλτσχάιμερ στην κρατημένη κακία…
Ακόμα δεν ξέρω… ούτε θα μάθω μάλλον ποτέ.
Αυτό που σίγουρα όμως έχω μάθει με τα χρόνια είναι
πως τα πράγματα έχουν πολύ διαφορετικό αντίκτυπο σε όσους τάχα από κοινού τα ζούνε.