Χωρίς ελπίδα
Τη μισούσε… επειδή δε μπορούσε να την κρατήσει.
Εκείνη πάλι όχι: ήξερε.
Ήξερε πως εκείνος ήταν αυτό που ήταν και δε μπορείς να μισείς κάποιον γι’ αυτό που είναι.
Την κάλεσε μια μέρα σπίτι του, με κάποια ύπουλη δικαιολογία.
Την παραπλάνησε.
Όταν βεβαιώθηκε πως κανείς δεν θα άκουγε τίποτα,
εμφάνισε ένα ηλεκτρικό πριόνι και κατευθύνθηκε προς το μέρος της:
«Θέλεις να φύγεις, αγάπη μου;»
Άρχισε να την ακρωτηριάζει… αργά, βασανιστικά…
πρώτα το ένα χέρι, μετά το άλλο, στη συνέχεια τα πόδια...
Εκείνη είχε γεμίσει από την ορμόνη που σε κάνει να μην νοιώθεις, να μην πονάς,
όμως ήξερε τι της συνέβαινε
και προσπαθούσε να πείσει τον οργανισμό της να εγκαταλειφθεί, να πεθάνει.
Δεν πέθανε.
Την κράτησε στο σπίτι του για καιρό έτσι.
Την τάιζε, αλλά τα δόντια της έμεναν άπλυτα κι άρχισαν σιγά-σιγά να χαλούν και να πέφτουν.
Το σακαταμένο κορμί της πλαδάρεψε φρικτά από την ακινησία,
το στήθος της κρέμασε σα νά ‘ταν γριάς 80 ετών
και η απελπισία χάραξε βαθιά το άβαφο πρόσωπό της.
«Είδες τι όμορφη που είσαι τώρα;», κάγχαζε μες τη μούρη της,
«Πόσοι σε θέλουν τώρα, μωρό μου;»
Μα εκείνη δε μπόρεσε να τον μισήσει: ήταν αυτό που ήταν.
Έψαχνε μονάχα μες στο κεφάλι της τρόπους να αυτοκτονήσει,
να του ξεφύγει για πάντα…
Βρήκε.
Κι εκείνος τη μίσησε απ' την αρχή και για πάντα…
Χωρίς ελπίδα πια.
"Τη μισούσε… επειδή δε μπορούσε να την κρατήσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκείνη πάλι όχι: ήξερε.
Ήξερε πως εκείνος ήταν αυτό που ήταν και δε μπορείς να μισείς κάποιον γι’ αυτό που είναι."