Ήταν πια μια ώριμη γυναίκα, από τη ζωή ολίγον τσακισμένη:
το όνειρό της να φτιάξει μια πολυμελή οικογένεια,
ένα πρότυπο βασισμένο στους Waltons, μια αμερικανική σειρά από τα παιδικά της χρόνια,
σκόνταψε σε αναπαραγωγικά προβλήματα.
Το πάλεψε, έχασε, το προσπέρασε με ένα δάκρυ και έναν αργόσυρτο αναστεναγμό.
«Οι εμμονές -όπως ακριβώς της φυλακής τα σίδερα- είναι για τους μαλάκες»,
μονολογούσε μέσα της κι έπιασε ν’ ασχολείται με πράγματα άσχετα…
Σε δουλειά να βρισκόμαστε και προ πάντων να ξεχνιόμαστε.
Η ζωή της έτσι κι αλλιώς ήταν μια χαρά ρυθμισμένη κατά τ’ άλλα,
τα θέματα επιβίωσης τα είχε από καιρό λυμένα
κι η σχέση της με τον σύζυγό της παρέμενε πάντα γλυκά συντροφική κι αρκούντως ελεύθερη.
Μέσα σ’ όλα λοιπόν άρχισε να ανακαλύπτει και τη χαρά της αναπαραγωγικής πράξης
ξεκομμένης από την διαιώνιση του είδους και πολύ της άρεσε αυτό και περιχαρής σκέφτηκε:
«Δεν γεννάμε που δεν γεννάμε, να ψαρεύω δεν ξέρω, δεν πάμε λέω εγώ να γαμηθούμε;»
Και έτσι έκανε· ερήμην βεβαίως του συζύγου κι απαλλαγμένη από τον εφηβικό φόβο της εγκυμοσύνης.
Στο τέλος όμως του μήνα την ‘ζώσαν τα φίδια…
Η κόκκινη στρατιά των αποθανόντων κυττάρων αρνιόταν να κάνει την εμφάνιση της.
Περίμενε-περίμενε, ώσπου μια μέρα πήγε κρυφά κι αγόρασε εκείνο το μακρύ στικάκι
που το κατουράς ξυπνώντας και μετά κάθεσαι και το κοιτάζεις με αγωνία να δεις τι χρώμα θα πάρει…
Κακό χρώμα πήρε, τόσο μοιραία κακό, που στ’ αλήθεια προς στιγμήν σκέφτηκε
πως κάποιος θεός παίζει μαζί της
και πως η ίδια άρχισε ξαφνικά να θυμίζει ηρωίδα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας…
Η μήπως κωμωδίας;
Αυτό που με τόσο πάθος είχε κυνηγήσει στη ζωή της
και που αυτή η πουτάνα τόσο πεισματικά της τό ‘χε αρνηθεί
μέσα στα πλαίσια ενός ήρεμου, ταιριαστού κι ευτυχισμένου γάμου,
τώρα της το πέταγε στα μούτρα μες απ’ τα… χέρια ενός σχεδόν άγνωστου!
Αποσβολωμένη έμεινε καθισμένη στη λεκάνη για ώρες, για μέρες
-αδύνατον πλέον να θυμηθεί-,
όταν πάντως επιτέλους σηκώθηκε, τα πόδια της ήταν τόσο μουδιασμένα
που σωριάστηκε σαν ανάπηρη στα πλακάκια του μπάνιου.
«Τι θα κάνω;;;;;;;», ούρλιαζε βουβά
κι όταν κάποτε το ουρλιαχτό μες στο κεφάλι της κόπασε
-ίσως και με τη βοήθεια των ηρεμιστικών σε συνδυασμό με μπόλικο αλκοόλ-,
σήκωσε το ακουστικό και με βραχνή φωνή ψιθύρισε προς την άλλη πλευρά:
«Αγάπη μου, θα γίνεις πατέρας…»
Μέσα στην απόγνωσή της είχε προλάβει να σκεφτεί,
πως ο άγνωστος δεν ήταν τουλάχιστον… μαύρος.