Header Painting by Agapi Hatzi

Δευτέρα, Νοεμβρίου 29, 2010

Αόριστος

Τα πράγματα είχαν πολλές απαιτήσεις
και διαφορετικές από τις δικές του.
Θα μπορούσαν να του δίνουν
1000 πριμ παραγωγικότητας,
τιμές, επαίνους και βραβεία·
ποσώς τον ένοιαζε.
Όχι πως δεν είχε ανάγκη,
-εξάλλου οι ανάγκες κι οι επιθυμίες δεν έχουν τέλος-,
όμως πάνω απ’ όλα μετρούσε γι’ αυτόν
μια ιδέα που είχε συλλάβει μικρός
και πλέον του είχε γίνει δεύτερη φύση:

«Μην αφήνεις τίποτα και κανέναν
να σου ορίζει το χρόνο σου.
Όποιος ορίζει το χρόνο σου, ορίζει εσένα».

Κι αυτός ήταν ήδη από την πρώτη του φύση…
Αόριστος.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 17, 2010

Αλήθεια

Ξέρεις ό,τι σου έτυχε
Τα υπόλοιπα δεν υφίστανται
Όποιος τα είδε τα φαντάστηκε
Κι όποιος τα πίστεψε είναι τρελός
Ξέρεις ό,τι σου έτυχε
Όλα τα άλλα είναι όνειρα
Οράματα και οπτασίες.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 10, 2010

Μην το παλεύεις...

Αυτό που για κάποιον είναι στόχος ζωής,
για κάποιον άλλον είναι φορτικό·
πρόβλημα.
Πώς μπορούν κόσμοι αντίθετοι να συνυπάρξουν;
Πώς μπορεί να κάνει παρέα ο βαριεστημένος γόνος με τον μεροκαματιάρη;
Πώς να συναισθανθεί ο πρωταθλητής τον εκ γενετής ανάπηρο;
Τι έχει να πει ένας τυφλός μ’ έναν ζωγράφο παρανοημένο;
Μία πουτάνα με τη μποέμισσα;
Και ο δημόσιος υπάλληλος με τον τσιγγάνο;
Κλέβουμε από το διαφορετικό ό,τι προλάβουμε,
να ολοκληρωθούμε όσο μας επιτρέπει η φύση μας,
αλλά ποτέ μας δεν καταλαβαίνουμε,
ποτέ δεν προσεγγίζουμε πραγματικά.

Τρίτη, Νοεμβρίου 09, 2010

Και... ναι...

Οι απανταχού αυτοδιορισμένοι «σύμβουλοι»
σου παραθέτουν με ενδελέχεια μεγάλη
τις παπάρες που έχει προλάβει το μυαλό τους
να μηρυκάσει επαρκώς
δίχως να φτύσει όλα τα άγνωστα,
τσουβαλιασμένα τα Άπαντα της Ανθρωπότητας,
και όλα κάπως στρεβλά,
αναγνώσματα, στατιστικές και προ παντός
προσωπικές παρατηρήσεις
-μυωπικές και πρεσβυωπικές και λευκωματικές-,
σε κατατάσσουν σε κατηγορία πάραυτα,
ξεσκονίζουν τα κιτάπια τους
κι ωσαν ονειροκρίτες σου δίνουν συμβουλή
κι ανάθεμα αν έχουν την παραμικρή ιδέα
ποιον διάολο έχουν απέναντι,
πώς τονε λένε,
τι νταραβέρια είχε κι έχει
και τι σκατά έχει τραβήξει
σ’ αυτό που όλοι οι κοινοί καημένοι
λένε ζωή
και κάποιοι άλλοι πέρασμα
και μερικοί εντελώς άλλοι…
ξέρω ‘γω;
φωτεινή ηλιαχτίδα στο μάτι του συμπαντικού κυκλώνα…

Με τη νεραϊδόσκονη στον κώλο, που λέει κι η κολλητή μου…
πορευόμαστε…



Τρίτη, Νοεμβρίου 02, 2010

Κατά «συνθήκην» ψεύδη

Ήταν πια μια ώριμη γυναίκα, από τη ζωή ολίγον τσακισμένη:
το όνειρό της να φτιάξει μια πολυμελή οικογένεια,
ένα πρότυπο βασισμένο στους Waltons, μια αμερικανική σειρά από τα παιδικά της χρόνια,
σκόνταψε σε αναπαραγωγικά προβλήματα.
Το πάλεψε, έχασε, το προσπέρασε με ένα δάκρυ και έναν αργόσυρτο αναστεναγμό.

«Οι εμμονές -όπως ακριβώς της φυλακής τα σίδερα- είναι για τους μαλάκες»,
μονολογούσε μέσα της κι έπιασε ν’ ασχολείται με πράγματα άσχετα…
Σε δουλειά να βρισκόμαστε και προ πάντων να ξεχνιόμαστε.
Η ζωή της έτσι κι αλλιώς ήταν μια χαρά ρυθμισμένη κατά τ’ άλλα,
τα θέματα επιβίωσης τα είχε από καιρό λυμένα
κι η σχέση της με τον σύζυγό της παρέμενε πάντα γλυκά συντροφική κι αρκούντως ελεύθερη.

Μέσα σ’ όλα λοιπόν άρχισε να ανακαλύπτει και τη χαρά της αναπαραγωγικής πράξης
ξεκομμένης από την διαιώνιση του είδους και πολύ της άρεσε αυτό και περιχαρής σκέφτηκε:
«Δεν γεννάμε που δεν γεννάμε, να ψαρεύω δεν ξέρω, δεν πάμε λέω εγώ να γαμηθούμε;»
Και έτσι έκανε· ερήμην βεβαίως του συζύγου κι απαλλαγμένη από τον εφηβικό φόβο της εγκυμοσύνης.

Στο τέλος όμως του μήνα την ‘ζώσαν τα φίδια…
Η κόκκινη στρατιά των αποθανόντων κυττάρων αρνιόταν να κάνει την εμφάνιση της.
Περίμενε-περίμενε, ώσπου μια μέρα πήγε κρυφά κι αγόρασε εκείνο το μακρύ στικάκι
που το κατουράς ξυπνώντας και μετά κάθεσαι και το κοιτάζεις με αγωνία να δεις τι χρώμα θα πάρει…
Κακό χρώμα πήρε, τόσο μοιραία κακό, που στ’ αλήθεια προς στιγμήν σκέφτηκε
πως κάποιος θεός παίζει μαζί της
και πως η ίδια άρχισε ξαφνικά να θυμίζει ηρωίδα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας…
Η μήπως κωμωδίας;

Αυτό που με τόσο πάθος είχε κυνηγήσει στη ζωή της
και που αυτή η πουτάνα τόσο πεισματικά της τό ‘χε αρνηθεί
μέσα στα πλαίσια ενός ήρεμου, ταιριαστού κι ευτυχισμένου γάμου,
τώρα της το πέταγε στα μούτρα μες απ’ τα… χέρια ενός σχεδόν άγνωστου!
Αποσβολωμένη έμεινε καθισμένη στη λεκάνη για ώρες, για μέρες
-αδύνατον πλέον να θυμηθεί-,
όταν πάντως επιτέλους σηκώθηκε, τα πόδια της ήταν τόσο μουδιασμένα
που σωριάστηκε σαν ανάπηρη στα πλακάκια του μπάνιου.

«Τι θα κάνω;;;;;;;», ούρλιαζε βουβά
κι όταν κάποτε το ουρλιαχτό μες στο κεφάλι της κόπασε
-ίσως και με τη βοήθεια των ηρεμιστικών σε συνδυασμό με μπόλικο αλκοόλ-,
σήκωσε το ακουστικό και με βραχνή φωνή ψιθύρισε προς την άλλη πλευρά:
«Αγάπη μου, θα γίνεις πατέρας…»


Μέσα στην απόγνωσή της είχε προλάβει να σκεφτεί,
πως ο άγνωστος δεν ήταν τουλάχιστον… μαύρος.

Μεσημέρι

Κάθε σου βήμα 
Σέρνει μαζί 
Πάντα μαζί 
Τη σκιά. 

Μα όταν ο ήλιος 
Είναι ψηλά 
Πολύ ψηλά 
Πολύ μακριά

Μένεις μονάχος 
Ένας 
Δίχως σκιά 
Να ψέγεις. 

Αυτή είναι 
Η ώρα 
Να εκτοξευθείς.