Βοήθεια!
Σε είδα να βουλιάζεις σε άμμο κινούμενη.
Με βεβαιότητα και σαφήνεια σού ‘πα:
«Οριζοντιώσου,
αύξησε τη μάζα σου,
απλώσου πάνω στον κίνδυνο!»
Δεν θέλησες να με πιστέψεις.
Δεν θέλησες να αφεθείς στη γνώση και στο βίωμα
ενός απλού ανθρώπου.
Έστησες ακόμα παραπάνω τον κορμό,
σήκωσες το κούτελο προς τα ουράνια,
και μ’ άμετρη αξιοπρέπεια
έστειλες προσευχή στο άγνωστο,
ενόσω η λάσπη σε ρούφαγε από κάτω
ανηλεώς.
Σου έτεινα -θυμάσαι;- κλαδί ελιάς και σωτηρίας
δυνατό, λυγερό, σχεδόν άθραυστο,
μα μέσα στον πανικό σου
το πήρες κι αυτό για απειλή
-σου θύμισε μάλλον βέργα σχολική που θα σε τιμωρούσε.
Τ’ απώθησες λοιπόν με το χαριτωμένο χέρι
που απέμεινε στερνό στην επιφάνεια
να εκλιπαρεί βουβά
μέσα στο τόσο θλιβερά αδιάφορο ολόγυρα:
«Βοήθεια!»