Header Painting by Agapi Hatzi

Σάββατο, Δεκεμβρίου 10, 2016

Φθόνος


Ο φθόνος έχει δύο πόλους (και τι δεν έχει;):
έναν θετικό και έναν αρνητικό.
Συνήθως αναφερόμαστε στον «θετικό» του πόλο·
θετικό με την έννοια ότι φθονούμε κάποιον καλύτερό μας,
ομορφότερο, πλουσιότερο, πιο ταλαντούχο,
οτιδήποτε πιο πολύ από εμάς.
Κάποιον που είναι δηλαδή στο «συν»
σε σχέση με εμάς, εξ ου και το «θετικός».

Υπάρχει όμως και ο αρνητικός πόλος,
που σπανίως τον αναφέρουμε
ή τον συνειδητοποιούμε,
και ενδέχεται να είναι ακόμα
και πιο ευρέως διαδεδομένος από τον θετικό.
Είναι ο φθόνος απέναντι σε άτομα που θεωρούμε κατώτερά μας.
Όταν αυτά τα άτομα επιτυγχάνουν οτιδήποτε
–πόσο μάλλον κάτι που εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε επιτύχει-,
απορούμε, θυμώνουμε κι εντέλει ζηλεύουμε.

Αν προσέξει κανείς τα κουτσομπολιά, τα πιο πικρόχολα απ’ αυτά δεν αναφέρονται σε ανθρώπους
που αξίζουν -σύμφωνα πάντα με την δική μας κρίση- την επιτυχία τους,
αλλά σ’ αυτούς που θεωρούμε πως δεν την αξίζουν.

Ανάμεσα σε 2 αδέλφια π.χ. που ο ένας είναι πιο έξυπνος, πιο μορφωμένος, πιο ταλαντούχος από τον άλλον,
δεν ζηλεύει μόνο ο κατώτερος τον ανώτερο, αλλά και αντιστρόφως -ίσως και περισσότερο-
ο ανώτερος τον κατώτερο, σε περίπτωση που πετύχει ο τελευταίος στη ζωή του.

Ας έχουμε λοιπόν επίγνωση αυτού του ενδεχόμενου,
γιατί είναι δύσκολο να το αποδεχθούμε και το μασκαρεύουμε.
Το αποκρύπτουμε από τον ίδιο μας τον εαυτό.


* Επηρεασμένη από το "Better call Saul".


Παρασκευή, Ιουλίου 08, 2016

Η Ματσούκα είναι όμορφη, αλλά... δεν θα γράψω γι' αυτήν

Η Ματσούκα είναι όμορφη, αλλά... δεν θα γράψω γι' αυτήν
Είδα χθες μια ελληνική ταινία με τη Δήμητρα Ματσούκα, ο «Δρόμος» λεγόταν κι έκλαψα πολύ, αφού τελείωσε. Αφού ξάπλωσα στο αγαπημένο μου κρεβάτι, δίπλα στον αγαπημένο μου άντρα, μέσα στο αγαπημένο σπίτι, ανάμεσα στα πράγματα και τις ενέργειες που έχουμε δημιουργήσει μαζί, αλλά και ο καθένας ξεχωριστά.

Έκλαψα γιατί θυμήθηκα τον πόνο των ανθρώπων, τον πόνο που έχει πολύ γλυκάνει, πολύ αμβλυνθεί μέσα μου με τα χρόνια -είτε γιατί μεγάλωσα, είτε γιατί ωρίμασα, είτε γιατί έψαξα κι ανακάλυψα, είτε γιατί έτσι ήταν γραφτό, είτε εντελώς τυχαία.

Αυτόν τον πόνο που σε κατακλύζει όταν νιώθεις μόνος, ξέχωρος, ανήμπορος -απόλυτα φοβισμένος μπροστά στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της ζωής.

Τον πόνο που νιώθεις όταν προσκολλάσαι στο παρελθόν, στους νεκρούς, στην απώλεια.

Τον πόνο των έμμονων ιδεών, τον πόνο του εγώ ενάντια στους πάντες και τα πάντα.

Τον θυμό.

Και τον φόβο του θανάτου, τον ύστατο πόνο της ψυχής.

Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι η ψυχή, ούτε τι είναι ο θάνατος, δεν έχω ιδέα, ούτε πιστεύω κάτι ιδιαιτέρως. Αυτό που ξέρω είναι πως όταν με οποιονδήποτε τρόπο απελευθερωθείς απ’ τα δεσμά του νου, αυτού του τύραννου που σε καθηλώνει και σε γεμίζει με αγωνία για το μέλλον και οδύνη απ’ το παρελθόν, είσαι ελεύθερος.

Και χαρούμενος. 

Και καρφάκι δεν σου καίγεται ούτε για το τι έχει γίνει, ούτε για το τι θα γίνει μετά.





Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2016

Στο χέρι μας είναι...

Στο χέρι μας είναι...

Πριν χρόνια, την εποχή του μεγάλου πάρτυ, κοιτούσα γύρω μου κι αναρωτιόμουν τι διάολο συμβαίνει.
Δεν το λέω εκ των υστέρων και τότε το έλεγα φωναχτά, στ’ αλήθεια απορούσα.
Κάποια στιγμή με πήρε και μένα η μπάλα, πουλήσαμε κάτι, δανειστήκαμε κάτι,
ακολουθήσαμε λίγο τον περίεργο τρόπο ζωής που χόρευε ολόγυρα,
αλλά ακόμα και τότε δεν το ‘χα πιστέψει: δεν έχω καν ρούχα από εκείνη την εποχή,
δεν το ξεφτίλισα, ίσως κρίμα, θά ‘χα τώρα να φοράω ή να χαρίζω 12ποντα στους πρόσφυγες.

Δεν είναι ότι αξίζουμε αυτό που μας συμβαίνει. Είναι που τότε δεν το αξίζαμε.
Και δεν το αξίζαμε βάσει των νόμων του καπιταλισμού,
όχι κάποιων άγραφων ηθικών αρχών που καταπατήσαμε.
Το χρήμα κόβεται για να δημιουργεί δούλους με λεφτά. Οι Γερμανοί λένε:
για να ζήσεις πρέπει να υποφέρεις, να δουλεύεις και να αποταμιεύεις για το κακό σου μέλλον.
Είναι ο προτεσταντισμός που υπαγορεύει την ενοχή για τη ζωή και τη χαρά.

Γενικώς είναι οι θρησκείες που γονατίζουν τον άνθρωπο.
Αυτές του εμφυτεύουν ιδέες παραλυτικές, ευνουχιστικές: μην απολαμβάνεις το παρόν, θυσιάσου για το μέλλον.

Οι Έλληνες έχουμε μια έμφυτη τάση -παρά τον Χριστιανισμό- να μην πολυμασάμε σ’ αυτές τις εντολές.
Είναι η ήλιος; Είναι που έτσι γεννηθήκαμε; Δεν ξέρω…
Πάντως μια τεμπελιά και μια ρεμπελιά την έχουμε στο αίμα μας. Και μ’ αυτήν την έννοια φταίμε.
Τα χρήματα που μας δάνεισαν για να μας υποδουλώσουν τα φάγαμε με όλο μας το είναι.
Δεν τα φυλάξαμε… δεν τα αυγατίσαμε. Και φυσικά το ήξεραν αυτοί που μας τα δάνειζαν.
Και τα κράτη προς το κράτος και οι τράπεζες προς τους πολίτες.

Το Big Short που πήρε Όσκαρ το λέει σε κάποια φάση:
«Τις μαλακίες μας τις πλήρωσαν ήδη Ελλάδα και Ισλανδία και έχει συνέχεια»…

Πληρώνουμε τις μαλακίες κάποιων ανθρώπων, κάποιων τραπεζών, κάποιων οικονομικών συστημάτων…
Όμως όλα αυτά είναι ανθρώπινα δημιουργήματα, δεν είναι μοίρα, δεν είναι ριζικό…
Εμείς οι άνθρωποι τα κάναμε σκατά κι εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να τα ξεκάνουμε.

Μα μέσα σ’ όλα αυτά νιώθω πολύ περήφανη με τη στάση πολλών Ελλήνων προς τους πρόσφυγες.
Μπορεί να μπατιρίσαμε, αλλά θυμηθήκαμε πως είμαστε άνθρωποι…






Τρίτη, Φεβρουαρίου 09, 2016

Περί τρέλας

Περί τρέλας

Το πρόβλημα με τους τρελούς είναι πως δεν είναι ολότρελοι.
Αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα μέσω των αισθήσεων τους όπως ακριβώς και οι «γνωστικοί»,
απλώς την ερμηνεύουν λίγο διαφορετικά, με μία άλλη «λογική»,
μία λογική που τους βολεύει περισσότερο απ’ ό,τι η λογική των άλλων·
μία λογική που συγκρούεται λιγότερο με τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους,
μα συνεχίζει να συγκρούεται.
Στην ουσία είναι δηλαδή ημίτρελοι.

Ένας ολότρελος θα εκλάμβανε την πραγματικότητα ως μια άλλη πραγματικότητα εξ αρχής.
Το χαστούκι θα το ένιωθε ως ένα άξαφνο, αλλά ευχάριστο ράπισμα του ανέμου.
Την πόλη ως ένα συναρπαστικό μελίσσι. Τους αυτοκινητόδρομους ως υπέροχους γαλαξίες,
τους ανθρώπους ως αγγέλους, την ανάγκη ως πλεονεξία, την ελευθερία ως τα πετεινά του ουρανού
που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν, μα ο Θεός φροντίζει γι’ αυτά:
ο δεσμοφύλακας θα ήταν πιθανώς ο θεός που φροντίζει για όλα.

Ένας ολότρελος θα ήταν ευτυχισμένος, γιατί ο εγκέφαλος του θα ερμήνευε τα πάντα
όπως ο ίδιος βαθιά μέσα του θα ήθελε να είναι
και θα ζούσε μέσα σ’ αυτήν την ψευδαίσθηση σε απόλυτη αρμονία με τα πάντα γύρω του.

Ο συνήθης τρελός είναι ημίτρελος κι ελάχιστα διαφέρει από τον ημιγνωστικό.
Η διαφορά τους έγκειται κυρίως στο ποια λογική είναι κάθε ιστορική στιγμή η κρατούσα.
Κι ο φωτισμένος -αυτός δηλαδή που απορροφήθηκε πλήρως από το φως της προσωπικής του πίστης-
ελάχιστα διαφέρει εντέλει από τον ολότρελο· ίσως μονάχα στην πρότερη πορεία τους.