Όταν ήμουν μικρή, περνούσα όλες τις καλοκαιρινές μου διακοπές στο εξοχικό μας, 3 μήνες εκεί. Είχα παρέα στο σπίτι στην Αθήνα, είχα παρέα στο σχολείο, είχα παρέα και στο εξοχικό.
Όταν ήμουν λοιπόν γύρω στα 10, παίζαμε ένα απόγευμα κάποιο παιχνίδι τύπου κρυφτό. Ένα κορίτσι από την παρέα, λίγο μεγαλύτερο από μένα, μου έκανε κάτι σαν κεφαλοκλείδωμα από πίσω και με το χέρι της μου έκλεινε τη μύτη και το στόμα. Δε μπορούσα να αναπνεύσω. Χτυπιόμουν να ξεφύγω, αλλά δεν με άφηνε. Οπότε αναγκάστηκα να της δαγκώσω το χέρι.
Δεν ξέρω πια μήπως ήταν καλύτερα να την αφήσω να με πνίξει… Σε συνεργασία με έναν ξάδελφό της, έπεισαν όλη σχεδόν την παρέα πως τη δάγκωσα στα καλά καθούμενα. Έγραψαν ένα ποιηματάκι και κάθε απόγευμα περνούσαν έξω από το σπίτι και φώναζαν όλοι μαζί:
«Αλεξία, προδοσία,
δεν σε θέλει ο λαός.
Πάρ’ τα δόντια σου κι εμπρός!
Είσαι σκύλος μανιακός!»
Φυσικά και θυμάμαι ακόμα το ποιηματάκι απ’ έξω… Ήταν μάλλον η πρώτη απαίσια εμπειρία της ζωής μου. Ένιωθα μόνη, ξεκομμένη και πολύ-πολύ αδικημένη. Αυτό κράτησε αρκετόν καιρό, δε μπορώ πια να υπολογίσω πόσο, γιατί τα παιδιά έχουν διαφορετική αίσθηση του χρόνου.
Όταν ξεθύμανε η ιστορία, ήμασταν πάλι όπως πριν: μέλι-γάλα. Τα παιδιά επιτίθενται βάναυσα, τα παιδιά ξεχνούν. Πιθανώς όλοι αυτοί να μην θυμούνται καν το όλο περιστατικό. Αλλά εμένα με σημάδεψε. Μ’ έκανε να πάψω να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους, μ’ έκανε να φοβάμαι τα ψέματα, την χειριστικότητα, την ψυχολογία του όχλου.
Είμαστε τα βιώματά μας και μετά θέλει πολλή δουλειά για να ξεγίνουμε ό,τι μας παιδεύει και μας παγιδεύει.